εὐπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπόρφῠρος''': -ον, ἔχων λαμπρὸν πορφυροῦν [[χρῶμα]], Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 96.
|lstext='''εὐπόρφῠρος''': -ον, ἔχων λαμπρὸν πορφυροῦν [[χρῶμα]], Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 96.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πορφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-[[πόρφυρος]].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπόρφῠρος Medium diacritics: εὐπόρφυρος Low diacritics: ευπόρφυρος Capitals: ΕΥΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: eupórphyros Transliteration B: euporphyros Transliteration C: efporfyros Beta Code: eu)po/rfuros

English (LSJ)

ον,

   A of bright purple colour, v.l. in LXX Ez.23.12.

German (Pape)

[Seite 1090] von schöner Purpurfarbe, Schol. Theocr. 5, 96.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπόρφῠρος: -ον, ἔχων λαμπρὸν πορφυροῦν χρῶμα, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 96.

Greek Monolingual

εὐπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πορφυρος (< πορφύρα), πρβλ. αλι-πόρφυρος.