εὔκαμπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔκαμπτος''': -ον, εὐκόλως καμπτόμενος, [[εὐλύγιστος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4, 11, 17. | |lstext='''εὔκαμπτος''': -ον, εὐκόλως καμπτόμενος, [[εὐλύγιστος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4, 11, 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαμπτος]], -ον)<br />αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο [[ευλύγιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ευέλικτος]], αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κουράζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καμπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A flexible, Sapph.Supp. 5.13, Arist. PA692a2.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht zu biegen, Hippocr. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκαμπτος: -ον, εὐκόλως καμπτόμενος, εὐλύγιστος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 826, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4, 11, 17.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκαμπτος, -ον)
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει εύκολα, ο ευλύγιστος
νεοελλ.
ο ευέλικτος, αυτός που φέρεται με διπλωματικότητα
αρχ.
αυτός που κουράζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπτός (< κάμπτω)].