πάνσοφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάνσοφος''': -ον, ὁ [[πάνυ]] [[σοφός]], ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Ἀποσπάσμ. 784˙ [[εὕρημα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 188˙ τὸ π. [[ὄνομα]] Αἰσχύλ˙ Ἱκέτ. 319˙ [[ὡσαύτως]] φέρεται [[πάσσοφος]], ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Πρωταγ. 315Ε, Πολ. 598D, Θεαιτ. 149D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -φως, Πλάτ. Κωμ. (;) ἐν Meineke 1, σ. 196.
|lstext='''πάνσοφος''': -ον, ὁ [[πάνυ]] [[σοφός]], ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Ἀποσπάσμ. 784˙ [[εὕρημα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 188˙ τὸ π. [[ὄνομα]] Αἰσχύλ˙ Ἱκέτ. 319˙ [[ὡσαύτως]] φέρεται [[πάσσοφος]], ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Πρωταγ. 315Ε, Πολ. 598D, Θεαιτ. 149D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -φως, Πλάτ. Κωμ. (;) ἐν Meineke 1, σ. 196.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait sage.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σοφός]].
}}
}}

Revision as of 19:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνσοφος Medium diacritics: πάνσοφος Low diacritics: πάνσοφος Capitals: ΠΑΝΣΟΦΟΣ
Transliteration A: pánsophos Transliteration B: pansophos Transliteration C: pansofos Beta Code: pa/nsofos

English (LSJ)

ον,

   A most clever, π. κρότημα, of Odysseus, S.Fr.913; εὕρημα E.HF188; τὸ π. ὄνομα A. Supp.320; τὸν πάνσοφον ἀριθμὸν εὕρηκ' ἔξοχον σοφισμάτων Trag.Adesp.470.3:—also πάσσοφος, as in the best codd. of Pl.Prt.315e, Tht.149d, al., IG12(5).891.4 (Tenos). Adv. -φως Pl.Com.(?) 269 (= ip.196 Meineke), Steph.in Hp.1.92 D.

German (Pape)

[Seite 462] auch πάσσοφος geschrieben, ganz weise, allweise; Eur. Herc. Fur. 188; Plat. Rep. X, 598 d u. öfter; Sp., auch adv., Poll. 4, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πάνσοφος: -ον, ὁ πάνυ σοφός, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Ἀποσπάσμ. 784˙ εὕρημα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 188˙ τὸ π. ὄνομα Αἰσχύλ˙ Ἱκέτ. 319˙ ὡσαύτως φέρεται πάσσοφος, ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Πρωταγ. 315Ε, Πολ. 598D, Θεαιτ. 149D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -φως, Πλάτ. Κωμ. (;) ἐν Meineke 1, σ. 196.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sage.
Étymologie: πᾶν, σοφός.