ὁλοήμερος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλοήμερος''': -ον, ὁ διαρκῶν ὅλην τὴν ἡμέραν. - Ἐπίρρ. -ρως, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556. | |lstext='''ὁλοήμερος''': -ον, ὁ διαρκῶν ὅλην τὴν ἡμέραν. - Ἐπίρρ. -ρως, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ολήμερος]], -η, -ο (Α [[ὁλοήμερος]] και [[ὁλήμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί όλη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται όλη την [[ημέρα]] («ὁλοήμεροι ποταμῑται», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολοήμερα</i> (Μ ὁλοημέρως)<br /><b>1.</b> καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας, όλη την [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A working the wholeday, BGU14iii 2, al.(iii A. D.). II lasting the whole day, in Adv. -ρως Tz.ad Hes.Op.566.
German (Pape)
[Seite 325] den ganzen Tag dauernd, s. Lob. Phryn. 676.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοήμερος: -ον, ὁ διαρκῶν ὅλην τὴν ἡμέραν. - Ἐπίρρ. -ρως, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556.
Greek Monolingual
και ολήμερος, -η, -ο (Α ὁλοήμερος και ὁλήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί όλη μέρα
2. αδιάκοπος, συνεχής
αρχ.
αυτός που εργάζεται όλη την ημέρα («ὁλοήμεροι ποταμῑται», πάπ.).
επίρρ...
ολοήμερα (Μ ὁλοημέρως)
1. καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, όλη την ημέρα
2. συνεχώς, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + ἡμέρα.