ὀψιτέλεστος: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψῐτέλεστος''': -ον, ὁ ὀψὲ τελεσθησόμενος, [[τέρας]] ὀψιτέλεστον, ὡς τό: [[τέρας]] ὄψιμον, Ἰλ. Β. 325· οὕτω, Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ-) 48, πρβλ. τὸ ἑπόμ. | |lstext='''ὀψῐτέλεστος''': -ον, ὁ ὀψὲ τελεσθησόμενος, [[τέρας]] ὀψιτέλεστον, ὡς τό: [[τέρας]] ὄψιμον, Ἰλ. Β. 325· οὕτω, Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ-) 48, πρβλ. τὸ ἑπόμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui s’accomplit longtemps après.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψέ]], adj. verb. de [[τελέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A late of fulfilment, τέρας ὄψιμον ὀ. Il.2.325, cf. Tryph.48, Nonn.D.25.362, al.
German (Pape)
[Seite 433] spät vollendet, erst spät in Erfüllung gehend, τέρας, Il. 2, 325, wie ὄψιμος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψῐτέλεστος: -ον, ὁ ὀψὲ τελεσθησόμενος, τέρας ὀψιτέλεστον, ὡς τό: τέρας ὄψιμον, Ἰλ. Β. 325· οὕτω, Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ-) 48, πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’accomplit longtemps après.
Étymologie: ὀψέ, adj. verb. de τελέω.