παπποκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(6_18) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παπποκτόνος''': -ον, ὁ τὸν πάππον φονεύσας, Λυκόφρ. 1034. | |lstext='''παπποκτόνος''': -ον, ὁ τὸν πάππον φονεύσας, Λυκόφρ. 1034. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φονεύει τον παππού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάππος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A grandfather-slaying, Lyc.1034.
German (Pape)
[Seite 466] den Großvater mordend, Lycophr. 1034.
Greek (Liddell-Scott)
παπποκτόνος: -ον, ὁ τὸν πάππον φονεύσας, Λυκόφρ. 1034.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φονεύει τον παππού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.