δικηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐκηφόρος''': -ον, ὁ φέρων δικαιοσύνην, ἐκδίκησιν, [[τιμωρός]], [[ἐκδικητής]], [[Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 525· [[ἡμέρα]] δ., ἡ [[ἡμέρα]] τῆς ἐκδικήσεως, [[αὐτόθι]] 1577· ὁ δ., ὁ [[ἐκδικητής]], ἀντίθ. [[δικαστής]], ὁ αὐτ. Χο. 120. | |lstext='''δῐκηφόρος''': -ον, ὁ φέρων δικαιοσύνην, ἐκδίκησιν, [[τιμωρός]], [[ἐκδικητής]], [[Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 525· [[ἡμέρα]] δ., ἡ [[ἡμέρα]] τῆς ἐκδικήσεως, [[αὐτόθι]] 1577· ὁ δ., ὁ [[ἐκδικητής]], ἀντίθ. [[δικαστής]], ὁ αὐτ. Χο. 120. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />vengeur <i>litt.</i> qui apporte la justice <i>ou</i> la vengeance.<br />'''Étymologie:''' [[δίκη]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A bringing justice, avenging, Ζεύς A.Ag.525; ἡμέρα δ. the day of vengeance, ib.1577; ὁ δ. avenger, opp. δικαστής, Id.Ch.120.
German (Pape)
[Seite 629] Rache bringend, rächend, strafend; Ζεύς Aesch. Ag. 511; ἡμέρα 1559; Ch. 118 πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; Richter od. Rächer?
Greek (Liddell-Scott)
δῐκηφόρος: -ον, ὁ φέρων δικαιοσύνην, ἐκδίκησιν, τιμωρός, ἐκδικητής, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 525· ἡμέρα δ., ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικήσεως, αὐτόθι 1577· ὁ δ., ὁ ἐκδικητής, ἀντίθ. δικαστής, ὁ αὐτ. Χο. 120.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vengeur litt. qui apporte la justice ou la vengeance.
Étymologie: δίκη, φέρω.