διάδρομος: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάδρομος''': -ον, ὁ τρέχων διὰ μέσου ἢ [[πέριξ]], ὁ περιπλανώμενος, φυγαὶ Αἰσχύλ. Θηβ. 191· [[λέχος]] δ., [[παράνομος]] [[κλίνη]], Λατ. conjugium desultorium, Εὐρ. Ἠλ. 1156· ἔμβολα κίοσι δ., ἐπιστύλια συγκαταπίπτοντα, ὁ αὐτ. Βάκχ. 592. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[διάδρομος]], ὁ, = διαδρομὴ ΙΙ, Λουκ. Ἱππ. 6. | |lstext='''διάδρομος''': -ον, ὁ τρέχων διὰ μέσου ἢ [[πέριξ]], ὁ περιπλανώμενος, φυγαὶ Αἰσχύλ. Θηβ. 191· [[λέχος]] δ., [[παράνομος]] [[κλίνη]], Λατ. conjugium desultorium, Εὐρ. Ἠλ. 1156· ἔμβολα κίοσι δ., ἐπιστύλια συγκαταπίπτοντα, ὁ αὐτ. Βάκχ. 592. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[διάδρομος]], ὁ, = διαδρομὴ ΙΙ, Λουκ. Ἱππ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />passage.<br />'''Étymologie:''' [[διαδραμεῖν]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br /><b>1</b> qui court dans tous les sens;<br /><b>2</b> qui se disjoint ; disjoint, désuni, <i>fig.</i> qui n’est pas légitimement uni, illégitime (union).<br />'''Étymologie:''' [[διαδραμεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A running through or about, wandering, φυγαί A.Th.191; λέχος δ. stray, lawless love, E.El.1156(lyr.); ἔμβολα κίοσι δ. the architrave reeling, ready to fall, Id.Ba.592 (lyr.). II Subst. διάδρομος, ὁ, = διαδρομή 11, Luc. Hipp.6.
Greek (Liddell-Scott)
διάδρομος: -ον, ὁ τρέχων διὰ μέσου ἢ πέριξ, ὁ περιπλανώμενος, φυγαὶ Αἰσχύλ. Θηβ. 191· λέχος δ., παράνομος κλίνη, Λατ. conjugium desultorium, Εὐρ. Ἠλ. 1156· ἔμβολα κίοσι δ., ἐπιστύλια συγκαταπίπτοντα, ὁ αὐτ. Βάκχ. 592. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., διάδρομος, ὁ, = διαδρομὴ ΙΙ, Λουκ. Ἱππ. 6.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
passage.
Étymologie: διαδραμεῖν.
2ος, ον :
1 qui court dans tous les sens;
2 qui se disjoint ; disjoint, désuni, fig. qui n’est pas légitimement uni, illégitime (union).
Étymologie: διαδραμεῖν.