χαλκομίτρας: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκομίτρας''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων μίτραν ἢ ζώνην ἐκ χαλκοῦ, [[Κάστωρ]] Πινδ. Ν. 10. ἐν τέλ. (ὡς ὁ Böckh διορθοῖ ἀντὶ χαλκεομ-, ὃ ἴδε)· ― [[ὡσαύτως]] χαλκόμιτρος, ον, Λυκόφρ. 997.
|lstext='''χαλκομίτρας''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων μίτραν ἢ ζώνην ἐκ χαλκοῦ, [[Κάστωρ]] Πινδ. Ν. 10. ἐν τέλ. (ὡς ὁ Böckh διορθοῖ ἀντὶ χαλκεομ-, ὃ ἴδε)· ― [[ὡσαύτως]] χαλκόμιτρος, ον, Λυκόφρ. 997.
}}
{{bailly
|btext=α;<br /><i>adj. m.</i><br />à la ceinture garnie d’airain <i>ou</i> de cuivre.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[μίτρα]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκομίτρας Medium diacritics: χαλκομίτρας Low diacritics: χαλκομίτρας Capitals: ΧΑΛΚΟΜΙΤΡΑΣ
Transliteration A: chalkomítras Transliteration B: chalkomitras Transliteration C: chalkomitras Beta Code: xalkomi/tras

English (LSJ)

α, ὁ,

   A with μίτρη of bronze, Κάστωρ Pi.N. 10.90 (to be restored for χαλκεομ-):—also χαλκό-μιτρος, ον, Lyc. 997.

German (Pape)

[Seite 1331] = χαλκεομίτρας, Κάστωρ Pind. N. 10, 90.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκομίτρας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μίτραν ἢ ζώνην ἐκ χαλκοῦ, Κάστωρ Πινδ. Ν. 10. ἐν τέλ. (ὡς ὁ Böckh διορθοῖ ἀντὶ χαλκεομ-, ὃ ἴδε)· ― ὡσαύτως χαλκόμιτρος, ον, Λυκόφρ. 997.

French (Bailly abrégé)

α;
adj. m.
à la ceinture garnie d’airain ou de cuivre.
Étymologie: χαλκός, μίτρα.