πολύομβρος: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύομβρος''': -ον, πολὺ βροχερός, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 288.
|lstext='''πολύομβρος''': -ον, πολὺ βροχερός, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 288.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ [[βροχερός]], [[πλούσιος]] σε βροχοπτώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄμβρος]] (Ι) «[[βροχή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>άν</i>-<i>ομβρος</i>, <i>φίλ</i>-<i>ομβρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύομβρος Medium diacritics: πολύομβρος Low diacritics: πολύομβρος Capitals: ΠΟΛΥΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: polýombros Transliteration B: polyombros Transliteration C: polyomvros Beta Code: polu/ombros

English (LSJ)

ον,

   A very rainy, Cat.Cod.Astr.4.87; gloss on ἀνομβρήεις, Sch.Nic.Al. 288.

German (Pape)

[Seite 667] sehr regnig, Schol. Nic. Al. 288.

Greek (Liddell-Scott)

πολύομβρος: -ον, πολὺ βροχερός, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 288.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ βροχερός, πλούσιος σε βροχοπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄμβρος (Ι) «βροχή» (πρβλ. άν-ομβρος, φίλ-ομβρος)].