δημότης: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημότης''': -ου, ὁ, εἷς ἐκ τῶν τοῦ λαοῦ, [[ἄνθρωπος]] [[κοινός]], ἐκ τοῦ ὄχλου, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν καταγόμενον ἐξ εὐγενοῦς οἰκογενείας καὶ ἔχοντα [[ἀξίωμα]], Τυρταῖ. 2. 7, Ἡρόδ. 2. 172., 5. 11· οὕτω, δ. ανὴρ Σοφ. Αἴ. 1071· δ. λεὼς Ἀριστοφ. Εἰρ. 921· δ. τε καὶ [[ξένος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 895· δημόται, ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 58, Κύρ. 2. 3, 7. 2) = [[ἰδιώτης]], γνωστὰ λέγειν δημότῃσι, [[λέγω]] πράγματα εἰς πάντας γνωστὰ ἢ καταληπτά, ὁμιλῶ κοινῶς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, πρβλ. Ὀξ. 384, Ἄρθρ. 830. ΙΙ. ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] λαοῦ, [[συμπολίτης]], Πίνδ. Ν. 7. 96, Εὐρ. Ἀλκ. 1057. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἷς ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] δήμου, [[συνδημότης]] (πρβλ. [[φυλέτης]]), Σοφ. Ο. Κ. 78, Σουσαρίων 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 33, κ. ἀλλ.· φράτερας καὶ δ. Κρατῖν. Νεώτ. Χειρ. 1·― οὕτω θηλ. δημότις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 333, Θεόκρ. 28. 22. | |lstext='''δημότης''': -ου, ὁ, εἷς ἐκ τῶν τοῦ λαοῦ, [[ἄνθρωπος]] [[κοινός]], ἐκ τοῦ ὄχλου, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν καταγόμενον ἐξ εὐγενοῦς οἰκογενείας καὶ ἔχοντα [[ἀξίωμα]], Τυρταῖ. 2. 7, Ἡρόδ. 2. 172., 5. 11· οὕτω, δ. ανὴρ Σοφ. Αἴ. 1071· δ. λεὼς Ἀριστοφ. Εἰρ. 921· δ. τε καὶ [[ξένος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 895· δημόται, ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 58, Κύρ. 2. 3, 7. 2) = [[ἰδιώτης]], γνωστὰ λέγειν δημότῃσι, [[λέγω]] πράγματα εἰς πάντας γνωστὰ ἢ καταληπτά, ὁμιλῶ κοινῶς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, πρβλ. Ὀξ. 384, Ἄρθρ. 830. ΙΙ. ὁ ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] λαοῦ, [[συμπολίτης]], Πίνδ. Ν. 7. 96, Εὐρ. Ἀλκ. 1057. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἷς ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] δήμου, [[συνδημότης]] (πρβλ. [[φυλέτης]]), Σοφ. Ο. Κ. 78, Σουσαρίων 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 33, κ. ἀλλ.· φράτερας καὶ δ. Κρατῖν. Νεώτ. Χειρ. 1·― οὕτω θηλ. δημότις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 333, Θεόκρ. 28. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> ([[δῆμος]] peuple) qui est de la classe du peuple ; <i>abs.</i> homme du peuple ; δημόται les gens du peuple, le peuple;<br /><b>2</b> ([[δῆμος]] dème) citoyen d’un dème, démote ; concitoyen du dème.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, Dor. δᾱμότας, also δᾱμέτας (q. v.),
A one of the people, commoner, opp. a man of rank, Tyrt.4.5, Hdt.2.172, 5.11, X. Cyr.2.3.7; ἄνδρα δ. S.Aj.1071; δ. ὅμιλος Ar.Pax921; δ. τε καὶ ξένος E.Supp.895; δημόται καὶ πένητες X.Mem.1.2.58:—fem. δημότις, ιδος, opp. βασίλισσα, Plb.22.20.2: pl., opp. εὐγενέσταται, D.C.62.15. 2 = ἰδιώτης, γνωστὰ λέγειν δημότῃσι speak popularly, Hp.VM 2, cf. Acut.8; ἀμαθίη τῶν δ. Id.Art.67. II one of the same people, fellow-citizen, Pi.N.7.65, E.Alc.1057. III at Athens and elsewhere, member of a deme or of the same deme, S.OC78, Susario 1, Pl.Ap.33e, D.18.261, IG22.1172, etc.; φράτερας καὶ δ. Cratin.Jun. 9:—so fem. δημότις, ιδος, Ar.Lys.333, Theoc.28.22.
German (Pape)
[Seite 565] ου, ὁ, 1) Einer aus dem Volk, zum Volke gehörig, gemeiner Mann; Ggstz βασιλεύς. Her. 2, 172; τύραννος, 5, 11, wie Eur. Ion 625; ἀνὴρ δ., Soph. Ai. 1050; Ant. 686; λεώς, Ar. Pax 921; dah. plur. δημόται, das Volk, Eur. Alc. 1057 u. öfter; neben πένητες, die gemeinen Leute, Xen. Mam. 1, 2, 58; vgl. Cyr. 2, 3, 7; sonst nicht so in att. Prosa; sondern – 2) der Bürger eines Demos, wie Soph. O. C. 78 τοὶς ἐνθάδ' αὐτοῦ δημόταις sagt; οἱ ἐμοὶ δ., meine Gaugenossen, tribules, Ar. Nubb. 210 u. öfter; Plat. Theag. 121 d u. Folgde; allgemeiner, Pind. N. 7, 65, Mitbürger.
Greek (Liddell-Scott)
δημότης: -ου, ὁ, εἷς ἐκ τῶν τοῦ λαοῦ, ἄνθρωπος κοινός, ἐκ τοῦ ὄχλου, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν καταγόμενον ἐξ εὐγενοῦς οἰκογενείας καὶ ἔχοντα ἀξίωμα, Τυρταῖ. 2. 7, Ἡρόδ. 2. 172., 5. 11· οὕτω, δ. ανὴρ Σοφ. Αἴ. 1071· δ. λεὼς Ἀριστοφ. Εἰρ. 921· δ. τε καὶ ξένος Εὐρ. Ἱκέτ. 895· δημόται, ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 58, Κύρ. 2. 3, 7. 2) = ἰδιώτης, γνωστὰ λέγειν δημότῃσι, λέγω πράγματα εἰς πάντας γνωστὰ ἢ καταληπτά, ὁμιλῶ κοινῶς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, πρβλ. Ὀξ. 384, Ἄρθρ. 830. ΙΙ. ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ λαοῦ, συμπολίτης, Πίνδ. Ν. 7. 96, Εὐρ. Ἀλκ. 1057. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἷς ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου, συνδημότης (πρβλ. φυλέτης), Σοφ. Ο. Κ. 78, Σουσαρίων 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 33, κ. ἀλλ.· φράτερας καὶ δ. Κρατῖν. Νεώτ. Χειρ. 1·― οὕτω θηλ. δημότις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 333, Θεόκρ. 28. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 (δῆμος peuple) qui est de la classe du peuple ; abs. homme du peuple ; δημόται les gens du peuple, le peuple;
2 (δῆμος dème) citoyen d’un dème, démote ; concitoyen du dème.
Étymologie: δῆμος.