κομματίας: Difference between revisions
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομμᾰτίας''': -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ μεταχειριζόμενος βραχείας προτάσεις, Φιλόστρ. 621. | |lstext='''κομμᾰτίας''': -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ μεταχειριζόμενος βραχείας προτάσεις, Φιλόστρ. 621. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κομματίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις [[κατά]] την [[ομιλία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμα]], -<i>ατος</i> «μικρό [[μέρος]] περιόδου, κώλον» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δογματ</i>-<i>ίας</i>, <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (
A κόμμα 11.3) one who speaks in short clauses, Philostr.VS2.29.
German (Pape)
[Seite 1478] ὁ, der viele Absätze, Einschnitte in der Rede macht, σοφιστής Philostr. soph. 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
κομμᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ μεταχειριζόμενος βραχείας προτάσεις, Φιλόστρ. 621.
Greek Monolingual
κομματίας, ὁ (Α)
αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, -ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα -ίας (πρβλ. δογματ-ίας, τραυματ-ίας)].