πιτυοκάμπτης: Difference between revisions

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐτῠοκάμπτης''': -ου, ὁ, ὁ κάμπτων [[πίτυς]], [[οὕτως]] ἐκλήθη ὁ ληστὴς Σίνις, [[ὅστις]] μένων παρὰ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου συνελάμβανε πάντα διαβαίνοντα [[ἐκεῖθεν]] καὶ κάμπτων δύο [[πίτυς]] ἔδενεν εἰς τοὺς κλάδους αὐτῶν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας τοῦ συλληφθέντος, καὶ [[ἔπειτα]] ἄφινεν αὐτάς, αἱ δὲ ἐπανερχόμεναι εἰς τὰς θέσεις των κατεσπάρασσον αὐτούς, Στράβ. 391, Ἀπολλόδ. 3. 16, 2, Πλουτ. Θησ. 8, Παυσ. 3. 1, 4. Ὁ [[τύπος]] [[πιτυκάμπτης]] (πρβλ. [[πιτύστεπτος]]) ἀποκατεστάθη ὑπὸ Στεφ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 107 ἀντὶ παλικάμπῃ.
|lstext='''πῐτῠοκάμπτης''': -ου, ὁ, ὁ κάμπτων [[πίτυς]], [[οὕτως]] ἐκλήθη ὁ ληστὴς Σίνις, [[ὅστις]] μένων παρὰ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου συνελάμβανε πάντα διαβαίνοντα [[ἐκεῖθεν]] καὶ κάμπτων δύο [[πίτυς]] ἔδενεν εἰς τοὺς κλάδους αὐτῶν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας τοῦ συλληφθέντος, καὶ [[ἔπειτα]] ἄφινεν αὐτάς, αἱ δὲ ἐπανερχόμεναι εἰς τὰς θέσεις των κατεσπάρασσον αὐτούς, Στράβ. 391, Ἀπολλόδ. 3. 16, 2, Πλουτ. Θησ. 8, Παυσ. 3. 1, 4. Ὁ [[τύπος]] [[πιτυκάμπτης]] (πρβλ. [[πιτύστεπτος]]) ἀποκατεστάθη ὑπὸ Στεφ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 107 ἀντὶ παλικάμπῃ.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui courbe les pins.<br />'''Étymologie:''' [[πίτυς]], [[κάμπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐτῠοκάμπτης Medium diacritics: πιτυοκάμπτης Low diacritics: πιτυοκάμπτης Capitals: ΠΙΤΥΟΚΑΜΠΤΗΣ
Transliteration A: pityokámptēs Transliteration B: pityokamptēs Transliteration C: pityokamptis Beta Code: pituoka/mpths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A pinebender, epith. of Sinis, who killed travellers by tying them between two pine-trees bent down so as nearly to meet, and then let go again, Str.9.1.4, Apollod.3.16.2, Plu.Thes.8 :—also πῐτῠκάμπτης, prob. for παλικάμπῃ in AP11.107 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 622] ὁ, Fichtenbeuger, Beiname des Räubers Sinis, der die Wanderer zwischen zwei zusammengebogene Fichten spannte u. sie, indem er diese wieder aus einander schnellen ließ, zerriß; auch πιτυκάμπτης; Plut. Thes. 8, Apolld.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῠοκάμπτης: -ου, ὁ, ὁ κάμπτων πίτυς, οὕτως ἐκλήθη ὁ ληστὴς Σίνις, ὅστις μένων παρὰ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κορίνθου συνελάμβανε πάντα διαβαίνοντα ἐκεῖθεν καὶ κάμπτων δύο πίτυς ἔδενεν εἰς τοὺς κλάδους αὐτῶν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας τοῦ συλληφθέντος, καὶ ἔπειτα ἄφινεν αὐτάς, αἱ δὲ ἐπανερχόμεναι εἰς τὰς θέσεις των κατεσπάρασσον αὐτούς, Στράβ. 391, Ἀπολλόδ. 3. 16, 2, Πλουτ. Θησ. 8, Παυσ. 3. 1, 4. Ὁ τύπος πιτυκάμπτης (πρβλ. πιτύστεπτος) ἀποκατεστάθη ὑπὸ Στεφ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 107 ἀντὶ παλικάμπῃ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui courbe les pins.
Étymologie: πίτυς, κάμπτω.