ψελλιστής: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_19)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψελλιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ.
|lstext='''ψελλιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, [[ψελλίζω]]<br />[[άτομο]] που δυσκολεύεται να μιλήσει<br /><b>μσν.</b><br />[[άλογο]] του οποίου οι οπλές υπέστησαν πληγές [[μέσα]] στον στάβλο.
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελλιστής Medium diacritics: ψελλιστής Low diacritics: ψελλιστής Capitals: ΨΕΛΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: psellistḗs Transliteration B: psellistēs Transliteration C: psellistis Beta Code: yellisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A stammerer, Gloss.    II of horses who injure their hoofs in the stable, ψελλισταὶ οἱ λεγόμενοι Hippiatr.10 (v.l. ψυλλισταί, κονδυλισταί).

Greek (Liddell-Scott)

ψελλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, ψελλίζω
άτομο που δυσκολεύεται να μιλήσει
μσν.
άλογο του οποίου οι οπλές υπέστησαν πληγές μέσα στον στάβλο.