κίδναμαι: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίδναμαι''': παθ. τοῦ κίδνημι ([[ὅπερ]] εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπικ-, ἔχον πρὸς τὸ [[σκίδνημι]] ὡς τὸ κεδάζω πρὸς τὸ [[σκεδάζω]]), ποιητ. ἀντὶ σκεδάννυμαι, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐξαπλοῦμαι [[ὑπεράνω]], ἐκτείνομαι, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης ἡμέρας, πᾶσαν ἐπ’ αἶαν κ. Ἠὼς Ἰλ. Θ. 1· ὑπεὶρ ἅλα κίδναται Ἠὼς Ψ. 227· ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Πινδ. Ἀποσπ. 95. 6· [[ἅπαξ]] παρὰ τραγ., [[ὕπνος]] ἐπ’ ὄσσοις κ. Εὐρ. Ἑκ. 916· κολοιῶν κρωγμὸς... κιδνάμενος Ἀνθ. Π. 7. 713. | |lstext='''κίδναμαι''': παθ. τοῦ κίδνημι ([[ὅπερ]] εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπικ-, ἔχον πρὸς τὸ [[σκίδνημι]] ὡς τὸ κεδάζω πρὸς τὸ [[σκεδάζω]]), ποιητ. ἀντὶ σκεδάννυμαι, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐξαπλοῦμαι [[ὑπεράνω]], ἐκτείνομαι, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης ἡμέρας, πᾶσαν ἐπ’ αἶαν κ. Ἠὼς Ἰλ. Θ. 1· ὑπεὶρ ἅλα κίδναται Ἠὼς Ψ. 227· ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Πινδ. Ἀποσπ. 95. 6· [[ἅπαξ]] παρὰ τραγ., [[ὕπνος]] ἐπ’ ὄσσοις κ. Εὐρ. Ἑκ. 916· κολοιῶν κρωγμὸς... κιδνάμενος Ἀνθ. Π. 7. 713. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐκιδνάμην;<br />se répandre.<br />'''Étymologie:''' R. Κιδ de Σκιδ, cf. [[σκεδάννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass. of κίδνημι (only found in the compd. ἐπικ-), poet. for σκεδάννυμαι, used only in pres. and impf.,
A to be spread abroad or over, of the dawning day, ὑπεὶρ ἅλα κίδναται ἠώς Il.23.227, cf. 8.1; ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Pi.Fr.129.6; κιδναμέναν μελιαδέα γᾶρυν prob. in Simon.41: once in Trag., ὕπνος ἐπ' ὄσσοις κ. E.Hec.916 (lyr., v.l. for σκίδ-) ; κολοιῶν κρωγμὸς . . κιδνάμενος AP7.713 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1437] p. = σκεδάννυμαι, verbreitet, zerstreu't werden, sich ausbreiten; ὑπεὶρ ἅλα, πᾶσαν ἐπ' αἶαν κίδναται Ἠώς, das Licht verbreitet sich über Land u. Meer, Il. 8, 1. 23, 227; ὀδμὰ κατὰ χῶρον Pind. frg. 95; ὕπνος ἡδὺς ἐπ' ὄσσοις κίδναται Eur. Hec. 916; κιδνάμενος ἐν νεφέλαις κολοιῶν κρωγμός Antp. Sid. 47 (VII, 713).
Greek (Liddell-Scott)
κίδναμαι: παθ. τοῦ κίδνημι (ὅπερ εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπικ-, ἔχον πρὸς τὸ σκίδνημι ὡς τὸ κεδάζω πρὸς τὸ σκεδάζω), ποιητ. ἀντὶ σκεδάννυμαι, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐξαπλοῦμαι ὑπεράνω, ἐκτείνομαι, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης ἡμέρας, πᾶσαν ἐπ’ αἶαν κ. Ἠὼς Ἰλ. Θ. 1· ὑπεὶρ ἅλα κίδναται Ἠὼς Ψ. 227· ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Πινδ. Ἀποσπ. 95. 6· ἅπαξ παρὰ τραγ., ὕπνος ἐπ’ ὄσσοις κ. Εὐρ. Ἑκ. 916· κολοιῶν κρωγμὸς... κιδνάμενος Ἀνθ. Π. 7. 713.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐκιδνάμην;
se répandre.
Étymologie: R. Κιδ de Σκιδ, cf. σκεδάννυμι.