παρήκω: Difference between revisions
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρήκω''': παρατείνομαι, παρήκει διὰ τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ [[ἀκτὴ]] αὕτη παρὰ Συρίην Ἡρόδ. 4. 39, 42., 9. 15, πρβλ. 2, 32· παρὰ τὸ [[ὀστέον]] Ἱππ. 410. 30, πρβλ. 411. 1· πρὸς ἡλίου δύσιν [[μέχρι]] τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ Θουκ. 2. 96, πρβλ. Duker εἰς 4. 36· εἰς... Ξεν. Κυν. 4, 1· π. [[πρός]]..., [[προσεγγίζω]]... κατὰ τὸν ἀριθμόν, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 5. ΙΙ. [[ἔνδοθεν]] στέγης μή ‘ξω παρήκειν, νὰ μὴ παρουσιασθῇ ἔξω, νὰ μὴ ἐξέλθῃ, Σοφ. Αἴ. 742. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]] (ἴδε ἐν λέξ. [[παρίκω]]), ὁ παρήκων [[χρόνος]], ὁ παρελθών, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ μέλλων, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 4· ― [[ἀλλά]], εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου, [[μέχρι]] τοῦ παρόντος χρόνου, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 148C. | |lstext='''παρήκω''': παρατείνομαι, παρήκει διὰ τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ [[ἀκτὴ]] αὕτη παρὰ Συρίην Ἡρόδ. 4. 39, 42., 9. 15, πρβλ. 2, 32· παρὰ τὸ [[ὀστέον]] Ἱππ. 410. 30, πρβλ. 411. 1· πρὸς ἡλίου δύσιν [[μέχρι]] τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ Θουκ. 2. 96, πρβλ. Duker εἰς 4. 36· εἰς... Ξεν. Κυν. 4, 1· π. [[πρός]]..., [[προσεγγίζω]]... κατὰ τὸν ἀριθμόν, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 5. ΙΙ. [[ἔνδοθεν]] στέγης μή ‘ξω παρήκειν, νὰ μὴ παρουσιασθῇ ἔξω, νὰ μὴ ἐξέλθῃ, Σοφ. Αἴ. 742. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]] (ἴδε ἐν λέξ. [[παρίκω]]), ὁ παρήκων [[χρόνος]], ὁ παρελθών, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ μέλλων, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 4· ― [[ἀλλά]], εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου, [[μέχρι]] τοῦ παρόντος χρόνου, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 148C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> s’avancer : [[ἔξω]] SOPH au dehors, <i>càd</i> sortir ; <i>particul.</i> s’avancer jusqu’à;<br /><b>2</b> s’avancer auprès, s’étendre le long de, <i>avec</i> [[παρά]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἥκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A to have come alongside : hence, lie beside, stretch along, παρὰ πᾶσαν [τὴν θάλασσαν] Hdt.2.32, cf. 4.39,42, 9.15 ; παρὰ τὸ ὀστέον Hp.Loc.Hom.6 ; πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ Th.2.96 ; εἰς τὸ πλάγιον X.Cyn.4.1 ; π. πρὸς τὸ πλῆθος extend to the length, Arist.Po.1459b22. II pass in any direction, ἔνδοθεν στέγης μὴ 'ξω παρήκειν S.Aj.742. III of Time, to be past, ὁ παρήκων χρόνος the past, opp. ὁ μέλλων, Arist.Ph.222b1 ; but also 2 εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου up to the present time, Pl.Alc.2.148c. 3 ὡς ἂν παρήκῃ as occasion arises, Archig. ap. Orib.8.23.1. IV remit, of fever, Aret. CA 1.1 (v.l. -είκῃ), cf. 2.3 : metaph., come to an end, παρήκοντος ἤδη τοῦ πολέμου Parth.4.4.
German (Pape)
[Seite 520] hinkommen, sich hinerstrecken; πρός τι, Thuc. 2, 96; πλευρὰς εἰς τὸ πλάγιον παρηκούσας, Xen. Cyn. 4, 1; Sp.; hinanreichen, μέχρι τινός, Sp.; sich daneben hinerstrecken, παρήκουσι παρὰ πᾶσαν τὴν θάλασσαν, Her. 2, 32, vgl. 4, 42; παρῆκε τὸ στρατόπεδον, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἐρυθρέων παρὰ Ὑσιάς, κατέτεινε δὲ ἐς –, 9, 15; so auch Pol. 2, 14, 6 u. öfter; – vorgehen, hervortreten, ἔξω παρήκειν, Soph. Ai. 742. – Von der Zeit, εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου, Plat. Alc. II, 148 c, bis auf die gegenwärtige Zeit. – Vgl. παρίκω.
Greek (Liddell-Scott)
παρήκω: παρατείνομαι, παρήκει διὰ τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτὴ αὕτη παρὰ Συρίην Ἡρόδ. 4. 39, 42., 9. 15, πρβλ. 2, 32· παρὰ τὸ ὀστέον Ἱππ. 410. 30, πρβλ. 411. 1· πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ Θουκ. 2. 96, πρβλ. Duker εἰς 4. 36· εἰς... Ξεν. Κυν. 4, 1· π. πρός..., προσεγγίζω... κατὰ τὸν ἀριθμόν, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 5. ΙΙ. ἔνδοθεν στέγης μή ‘ξω παρήκειν, νὰ μὴ παρουσιασθῇ ἔξω, νὰ μὴ ἐξέλθῃ, Σοφ. Αἴ. 742. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι (ἴδε ἐν λέξ. παρίκω), ὁ παρήκων χρόνος, ὁ παρελθών, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ μέλλων, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 4· ― ἀλλά, εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου, μέχρι τοῦ παρόντος χρόνου, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 148C.
French (Bailly abrégé)
1 s’avancer : ἔξω SOPH au dehors, càd sortir ; particul. s’avancer jusqu’à;
2 s’avancer auprès, s’étendre le long de, avec παρά et l’acc..
Étymologie: παρά, ἥκω.