πλοΐζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλοΐζω''': πλοϊκός, πλόϊμος, ἴδε ἐν λ. [[πλωίζω]], πλώμιος ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓϳ, σ. 539. | |lstext='''πλοΐζω''': πλοϊκός, πλόϊμος, ἴδε ἐν λ. [[πλωίζω]], πλώμιος ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓϳ, σ. 539. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[πλωΐζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλόος]]/[[πλοῦς]]. Το ρ. αντικατέστησε το αρχαιότερο [[πλωΐζω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. πλωΐζω.
German (Pape)
[Seite 637] πλοΐζομαι, = πλωΐζω, im med. am gebräuchlichsten, jedoch nur bei Sp., u. schwerlich vor Polyb., der es oft hat, vgl. 5, 88, 7; s. Lob. Phryn. p. 614 ff.
Greek (Liddell-Scott)
πλοΐζω: πλοϊκός, πλόϊμος, ἴδε ἐν λ. πλωίζω, πλώμιος ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓϳ, σ. 539.
Greek Monolingual
Α
πλωΐζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς. Το ρ. αντικατέστησε το αρχαιότερο πλωΐζω].