πλοΐζω
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
v. πλωΐζω.
German (Pape)
[Seite 637] πλοΐζομαι, = πλωΐζω, im med. am gebräuchlichsten, jedoch nur bei Sp., u. schwerlich vor Polyb., der es oft hat, vgl. 5, 88, 7; s. Lob. Phryn. p. 614 ff.
Greek (Liddell-Scott)
πλοΐζω: πλοϊκός, πλόϊμος, ἴδε ἐν λ. πλωίζω, πλώμιος ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓϳ, σ. 539.
Greek Monolingual
Α
πλωΐζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόος/πλοῦς. Το ρ. αντικατέστησε το αρχαιότερο πλωΐζω].