γαλέη: Difference between revisions
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γαλέη''': συνῃρ. [[γαλῆ]], ῆς, ἡ, ἡ κοιν. λεγομένη γάτ(τ)α, ἣν ὁ Διοσκ. 2, 27 γαλῆν κατοικίδιον ὀνομάζει, ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. 362, 43 Διδ. φέρεται «[[γαλῆ]] ἡ [[κάττα]], [[μυγαλῆ]] ἡ νυφίτζα» Ἡρόδ. 4, 192, Ἀριστοφ. Ἀχ. 255· βδέουσα δριμύτερον γαλῆς ὁ αὐτ. Πλ. 693· εἰ διᾴξειεν [[γαλῆ]] Ἐκκλ. 792, Θεόκρ. 15. 28, Γαλεομυομ. παροιμ., [[θύρα]], δι ' ἧς [[γαλῆ]]… οὐκ εἰσέρχεται Ἀπολλ. Καρ. Διαβ. 1, Θεόκρ. 15, 28.―Ἡ γ. ἀγρία (περιγραφομένη ὡς ἐχθρὰ τῶν μυῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 37, 4) φαίνεται ὅτι ἦτο [[ἐγχώριος]] τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἱσπανίας, Ἡρόδ. ἔνθ᾽ ἀνωτ., Στράβων 144· [[ἴσως]] γ. Ταρτησία ἦτο ἡ αὐτή, Ἡρόδ. ἔνθ' ἀνωτ., ἡ [[παροιμία]] γαλῇ κροκωτὸν ἢ [[χιτώνιον]], ἐπὶ ἀναρμόστων πραγμάτων εἰλημμένη ἐκ τοῦ μύθου τῆς εἰς γυναῖκα μεταβληθείσης γαλῆς Βάβρ. 32. ΙΙ. [[εἶδος]] μικροῦ ἰχθύος διακρινομένου ἀπὸ τοῦ γαλεοῦ παρ' Αἰλ. Ζ. Ι. 15.11. | |lstext='''γαλέη''': συνῃρ. [[γαλῆ]], ῆς, ἡ, ἡ κοιν. λεγομένη γάτ(τ)α, ἣν ὁ Διοσκ. 2, 27 γαλῆν κατοικίδιον ὀνομάζει, ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. 362, 43 Διδ. φέρεται «[[γαλῆ]] ἡ [[κάττα]], [[μυγαλῆ]] ἡ νυφίτζα» Ἡρόδ. 4, 192, Ἀριστοφ. Ἀχ. 255· βδέουσα δριμύτερον γαλῆς ὁ αὐτ. Πλ. 693· εἰ διᾴξειεν [[γαλῆ]] Ἐκκλ. 792, Θεόκρ. 15. 28, Γαλεομυομ. παροιμ., [[θύρα]], δι ' ἧς [[γαλῆ]]… οὐκ εἰσέρχεται Ἀπολλ. Καρ. Διαβ. 1, Θεόκρ. 15, 28.―Ἡ γ. ἀγρία (περιγραφομένη ὡς ἐχθρὰ τῶν μυῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 37, 4) φαίνεται ὅτι ἦτο [[ἐγχώριος]] τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἱσπανίας, Ἡρόδ. ἔνθ᾽ ἀνωτ., Στράβων 144· [[ἴσως]] γ. Ταρτησία ἦτο ἡ αὐτή, Ἡρόδ. ἔνθ' ἀνωτ., ἡ [[παροιμία]] γαλῇ κροκωτὸν ἢ [[χιτώνιον]], ἐπὶ ἀναρμόστων πραγμάτων εἰλημμένη ἐκ τοῦ μύθου τῆς εἰς γυναῖκα μεταβληθείσης γαλῆς Βάβρ. 32. ΙΙ. [[εἶδος]] μικροῦ ἰχθύος διακρινομένου ἀπὸ τοῦ γαλεοῦ παρ' Αἰλ. Ζ. Ι. 15.11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>par contr.</i> [[γαλῆ]], ῆς;<br /><b>1</b> belette, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> mustèle, poisson de mer.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
contr. γαλῆ, ῆς, ἡ, a name given to various animals of the
A weasel kind, weasel, marten, polecat or foumart, Batr.9, al., Ar.Ach. 255, Pl.693, Arist.HA609a17, al.; εἰ διᾴξειεν γαλῆ (a bad omen) Ar.Ec.792, cf. Thphr.Char.16.3: prov., θύρα δι' ἧς γαλῆ . . οὐκ εἰσέρχεται Apollod. Car.6. 2 γ. ἀγρία wild ferret (found in Africa and Spain, Hdt.4.192), Arist.HA580b26, Ruf.Fr.79, Str.3.2.6; γ. Ταρτησσία Hdt. l.c., Diogenian.3.71. 3 γ. ἐνοικίδιος tame weasel, Plu.2.446c; γ. κατοικίδιος Philum.Ven.33.1, Dsc.2.25. 4 prov., γαλῆν ἔχεις, of bad luck, Diogenian.3.84; γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν, of 'pearls before swine', Stratt.71, Zen.2.93; γαλῇ στέαρ, = βατράχῳ ὕδωρ (q. v.), Diogenian.3.83. II a small fish, distd. from γαλεός by Ael.NA15.11. (From γαλεyᾱ, Adj. from *γαλις, cf. Skt. girikā 'mouse', Lat.glīs.)
German (Pape)
[Seite 471] ἡ, zsgzgn γαλῆ, 1) Wiesel, Marder, Batrachom. 9; Her. 4, 192; öfter bei Ar., z. B. Ach. 243 Ran. 304; βδέουσα δριμύτερον γαλῆς Pl. 693, an γ. βδέουσα, Stinkmarder, erinnernd; γαλῆ ἀργία od. Λιβυκή, das Frettchen. – Sp. = Katze. – 2) ein Meerfisch, von γαλεός nach Ael. H. A. 15, 11 verschieden.
Greek (Liddell-Scott)
γαλέη: συνῃρ. γαλῆ, ῆς, ἡ, ἡ κοιν. λεγομένη γάτ(τ)α, ἣν ὁ Διοσκ. 2, 27 γαλῆν κατοικίδιον ὀνομάζει, ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. 362, 43 Διδ. φέρεται «γαλῆ ἡ κάττα, μυγαλῆ ἡ νυφίτζα» Ἡρόδ. 4, 192, Ἀριστοφ. Ἀχ. 255· βδέουσα δριμύτερον γαλῆς ὁ αὐτ. Πλ. 693· εἰ διᾴξειεν γαλῆ Ἐκκλ. 792, Θεόκρ. 15. 28, Γαλεομυομ. παροιμ., θύρα, δι ' ἧς γαλῆ… οὐκ εἰσέρχεται Ἀπολλ. Καρ. Διαβ. 1, Θεόκρ. 15, 28.―Ἡ γ. ἀγρία (περιγραφομένη ὡς ἐχθρὰ τῶν μυῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 37, 4) φαίνεται ὅτι ἦτο ἐγχώριος τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἱσπανίας, Ἡρόδ. ἔνθ᾽ ἀνωτ., Στράβων 144· ἴσως γ. Ταρτησία ἦτο ἡ αὐτή, Ἡρόδ. ἔνθ' ἀνωτ., ἡ παροιμία γαλῇ κροκωτὸν ἢ χιτώνιον, ἐπὶ ἀναρμόστων πραγμάτων εἰλημμένη ἐκ τοῦ μύθου τῆς εἰς γυναῖκα μεταβληθείσης γαλῆς Βάβρ. 32. ΙΙ. εἶδος μικροῦ ἰχθύος διακρινομένου ἀπὸ τοῦ γαλεοῦ παρ' Αἰλ. Ζ. Ι. 15.11.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
par contr. γαλῆ, ῆς;
1 belette, animal;
2 p. anal. mustèle, poisson de mer.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.