πανουργέω: Difference between revisions
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰνουργέω''': πρκμ. πεπανούργηκα Ἀριστοφ. Πλ. 368· - εἶμαι [[πανοῦργος]], φέρομαι ὡς [[πανοῦργος]] ἢ [[ἀπατεών]], Εὐρ. Μήδ. 583, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 658, Ἀντιφῶν 137. 8· μετ’ ἀντωνυμίας ἢ οὐδετέρου ἐπιθέτου, ἃ πανουργεῖς «Ἀριστοφ. Ἱππ. 803, πρβλ. Πλ. 368, 867· ὅσια πανουργήσασα, ὀξύμωρον, ἀποτολμήσασα δίκαιον [[ἔγκλημα]], Σοφ. Ἀντ. 74· πανουργίας π. [[περί]] τι Δημ. 943. 1. | |lstext='''πᾰνουργέω''': πρκμ. πεπανούργηκα Ἀριστοφ. Πλ. 368· - εἶμαι [[πανοῦργος]], φέρομαι ὡς [[πανοῦργος]] ἢ [[ἀπατεών]], Εὐρ. Μήδ. 583, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 658, Ἀντιφῶν 137. 8· μετ’ ἀντωνυμίας ἢ οὐδετέρου ἐπιθέτου, ἃ πανουργεῖς «Ἀριστοφ. Ἱππ. 803, πρβλ. Πλ. 368, 867· ὅσια πανουργήσασα, ὀξύμωρον, ἀποτολμήσασα δίκαιον [[ἔγκλημα]], Σοφ. Ἀντ. 74· πανουργίας π. [[περί]] τι Δημ. 943. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>pf.</i> πεπανούργηκα;<br />être fourbe, méchant : [[τι]] SOPH tramer <i>ou</i> commettre qqe méchanceté.<br />'''Étymologie:''' [[πανοῦργος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
pf.
A πεπανούργηκα Ar.Pl.368:—play the knave, E.Med. 583, Ar.Ach.658, Antipho 5.65: c. acc. cogn., ἃ πανουργεῖς Ar.Eq.803, cf. Pl.368, 876; ὅσια πανουργήσασα having dared a righteous crime, S. Ant.74; πανουργίας π. περί τι D.35.56. II Pass., to be adulterated, Gal.6.269 (v. foreg.).
German (Pape)
[Seite 461] ein πανοῦργος sein, listig od. bübisch handeln, ein Bubenstück ausführen; absolut, Antiph. 5, 65; Eur. Med. 583; Ar. Ach. 658; τί, Plut. 368. 876, wie ὅσια πανουργήσασα Soph. Ant. 74 (Schol. μετὰ πανουργίας ἐργασαμένη); πανουργεῖν πανουργίας περί τι, Dem. 35, 56 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνουργέω: πρκμ. πεπανούργηκα Ἀριστοφ. Πλ. 368· - εἶμαι πανοῦργος, φέρομαι ὡς πανοῦργος ἢ ἀπατεών, Εὐρ. Μήδ. 583, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 658, Ἀντιφῶν 137. 8· μετ’ ἀντωνυμίας ἢ οὐδετέρου ἐπιθέτου, ἃ πανουργεῖς «Ἀριστοφ. Ἱππ. 803, πρβλ. Πλ. 368, 867· ὅσια πανουργήσασα, ὀξύμωρον, ἀποτολμήσασα δίκαιον ἔγκλημα, Σοφ. Ἀντ. 74· πανουργίας π. περί τι Δημ. 943. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. πεπανούργηκα;
être fourbe, méchant : τι SOPH tramer ou commettre qqe méchanceté.
Étymologie: πανοῦργος.