καθίδρυμα: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_21)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθίδρῡμα''': τό, = [[ἵδρυμα]], Γλωσσ.
|lstext='''καθίδρῡμα''': τό, = [[ἵδρυμα]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ (Α [[καθίδρυμα]]) [[καθιδρύω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[καθιδρύω]], [[ίδρυμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άγαλμα]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθίδρῡμα Medium diacritics: καθίδρυμα Low diacritics: καθίδρυμα Capitals: ΚΑΘΙΔΡΥΜΑ
Transliteration A: kathídryma Transliteration B: kathidryma Transliteration C: kathidryma Beta Code: kaqi/druma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = ἵδρυμα, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1285] τό, = ἵδρυμα.

Greek (Liddell-Scott)

καθίδρῡμα: τό, = ἵδρυμα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ (Α καθίδρυμα) καθιδρύω
το αποτέλεσμα του καθιδρύω, ίδρυμα
αρχ.
άγαλμα.