διαπόνημα: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπόνημα''': τό, βαρεῖα [[ἐργασία]], [[κόπος]], ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, [[φιλοπόνημα]], τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C. | |lstext='''διαπόνημα''': τό, βαρεῖα [[ἐργασία]], [[κόπος]], ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, [[φιλοπόνημα]], τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />travail pénible, exercice laborieux.<br />'''Étymologie:''' [[διαπονέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A hard labour, exercise, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Pl.Lg.813d. II concrete, work, τὰ τῶν τεκτόνων δ. Id.Criti.114e; achievement, work done, βασιλέως Procop.Aed.2.7; thing achieved, reward of toil, Id.Goth.4.19.
Greek (Liddell-Scott)
διαπόνημα: τό, βαρεῖα ἐργασία, κόπος, ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, φιλοπόνημα, τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
travail pénible, exercice laborieux.
Étymologie: διαπονέω.