διαπρέπω: Difference between revisions

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπρέπω''': φαίνομαι [[ἔξοχος]] ἢ [[ἐπιφανής]], [[ἐπίσημος]], [[προσβάλλω]] τὴν ὅρασιν, κινῶ εἰς θαυμασμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 351, Πίνδ. Ο. 1. 3· διαπρέπον κακὸν ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου διορθοῖ ζαπρέπον, ἴδε ἐν λ. ζά), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1006. 2) [[ἐξέχω]] ὑπέρ τινα· [[μετὰ]] γεν., δ. πάντων ἀψυχίᾳ Εὐρ. Ἀλκ. 642· [[ὡσαύτως]] ἔν ἢ ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 9. 513, Λουκ. Ὀρχ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., διακοσμῶ, Εὐρ. παρὰ Πλάτ. Γοργ. 485Ε.
|lstext='''διαπρέπω''': φαίνομαι [[ἔξοχος]] ἢ [[ἐπιφανής]], [[ἐπίσημος]], [[προσβάλλω]] τὴν ὅρασιν, κινῶ εἰς θαυμασμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 351, Πίνδ. Ο. 1. 3· διαπρέπον κακὸν ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου διορθοῖ ζαπρέπον, ἴδε ἐν λ. ζά), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1006. 2) [[ἐξέχω]] ὑπέρ τινα· [[μετὰ]] γεν., δ. πάντων ἀψυχίᾳ Εὐρ. Ἀλκ. 642· [[ὡσαύτως]] ἔν ἢ ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 9. 513, Λουκ. Ὀρχ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., διακοσμῶ, Εὐρ. παρὰ Πλάτ. Γοργ. 485Ε.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> se faire remarquer, briller : τινί, [[ἐπί]] τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l’emporter sur qqn par qch;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> travestir.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πρέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρέπω Medium diacritics: διαπρέπω Low diacritics: διαπρέπω Capitals: ΔΙΑΠΡΕΠΩ
Transliteration A: diaprépō Transliteration B: diaprepō Transliteration C: diaprepo Beta Code: diapre/pw

English (LSJ)

   A appear prominent or conspicuous, strike the eye, h.Merc.351, Pi.O.1.2; διαπρέπον κακόν A.Pers.1007(lyr.).    2 to be eminent, ἔν τινι AP9.513 (Crin.); ἐπί τινι Luc.Salt.9, cf. D.C. 68.6; κάλλει, ὥρας ἀκμῇ, Plu.2.771e, D.C.42.34: c. gen., δ. πάντων ἀψυχία E.Alc.642.    3 to be suitable, κτητικὴ λεχθεῖσα ἂν διαπρέψειεν Pl.Sph.219c.    II c. acc. rei, adorn, E.Fr.185.

German (Pape)

[Seite 598] hervorstechen, sichtbar sein, sich auszeichnen. Aus Homer rechnet man hierher Iliad. 12, 104 ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων. – H. h. Merc. 551; χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ πλούτου Pind. Ol. 1, 2, in der Nacht; oft absol.; sonst τινί, durch etwas, ἀψυχίᾳ, Eur. Alc. 642; ἐπί τινι, Luc. Salt. 9 u. Sp.; δράμασιν ἐν πολλοῖσι Crinag. (IX, 513). Bei Plat. Gorg. 485 e aus Eur., φύσιν ψυχῆς γενναίαν διαπρέπεις μορφώματι, scheint es transit »ausschmücken«, wenn die Leseartrichtig.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρέπω: φαίνομαι ἔξοχοςἐπιφανής, ἐπίσημος, προσβάλλω τὴν ὅρασιν, κινῶ εἰς θαυμασμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 351, Πίνδ. Ο. 1. 3· διαπρέπον κακὸν (ἔνθα ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου διορθοῖ ζαπρέπον, ἴδε ἐν λ. ζά), Αἰσχύλ. Πέρσ. 1006. 2) ἐξέχω ὑπέρ τινα· μετὰ γεν., δ. πάντων ἀψυχίᾳ Εὐρ. Ἀλκ. 642· ὡσαύτως ἔν ἢ ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 9. 513, Λουκ. Ὀρχ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., διακοσμῶ, Εὐρ. παρὰ Πλάτ. Γοργ. 485Ε.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 intr. se faire remarquer, briller : τινί, ἐπί τινι, ἔν τινι se distinguer par qch, en qch ; δ. τινός τινι l’emporter sur qqn par qch;
2 tr. travestir.
Étymologie: διά, πρέπω.