ξυλήφιον: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠλήφιον''': τό, ὑποκορ., τοῦ [[ξύλον]], [[τεμάχιον]] ξύλου, «ξυλάκι», [[ῥάβδος]], Ἱππ. 682. 44, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 24, Πολύβ. 6. 35, 7, Διόδ. 4.76˙ - τὴν λέξιν ταύτην [[συχνάκις]] μνημονεύουσιν οἱ γραμμ. ποικιλοτρόπως ἡμαρτημ. - ξυλίφιον, [[ξυλύφιον]], [[ξυλήριον]]. | |lstext='''ξῠλήφιον''': τό, ὑποκορ., τοῦ [[ξύλον]], [[τεμάχιον]] ξύλου, «ξυλάκι», [[ῥάβδος]], Ἱππ. 682. 44, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 24, Πολύβ. 6. 35, 7, Διόδ. 4.76˙ - τὴν λέξιν ταύτην [[συχνάκις]] μνημονεύουσιν οἱ γραμμ. ποικιλοτρόπως ἡμαρτημ. - ξυλίφιον, [[ξυλύφιον]], [[ξυλήριον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petit morceau de bois.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], [[ἅπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of ξύλον,
A piece of wood, stick, Hp.Steril.230, Alex.98.24, Plb.6.34.9, D.S.4.76 :—misspelt ξυλίφιον D.S.l.c. (v.l.), Thom.Mag.p.253 R. ; ξυλύφιον v.l. in Suid. s.vv. Διοκλῆς, ὀξύβαφον ; ξυλήριον EM611.23.
German (Pape)
[Seite 281] τό, dim. von ξύλον, Stückchen Holz; Alexis bei Ath. XIII, 568 d (v. 24); Pol. 6, 35, 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλήφιον: τό, ὑποκορ., τοῦ ξύλον, τεμάχιον ξύλου, «ξυλάκι», ῥάβδος, Ἱππ. 682. 44, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 24, Πολύβ. 6. 35, 7, Διόδ. 4.76˙ - τὴν λέξιν ταύτην συχνάκις μνημονεύουσιν οἱ γραμμ. ποικιλοτρόπως ἡμαρτημ. - ξυλίφιον, ξυλύφιον, ξυλήριον.