πέλλα: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέλλα''': Ἰων. πέλλη, ης, ἡ, «[[πέλλα]] [[ἀγγεῖον]] σκυφοειδές, πυθμένα ἔχον πλατύτερον, εἰς ὃ ἤμελγον τὸ [[γάλα]]» Ἀθήν. 495C, τὸ τοιοῦτον [[ἀγγεῖον]] νῦν ὀνομάζεται «καρδάρα», Λατ. mulctra, περιγλαγέας κατὰ πέλλας, περὶ τὰ γάλακτι πεπληρωμένα γαλακτοδόχα ἀγγεῖα, Ἰλ. Π. 642, Θεόκρ. 1. 26· ― [[ποτήριον]], Ἱππῶναξ 30· ― [[ὡσαύτως]] [[πελλίς]], ίδος, ἡ, ὁ αὐτ. 29, Νικ. Ἀλεξιφ. 77· Δωρ. κ. Αἰολ. [[πελίκα]], ἡ, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 5· ἴδε Φώτ., Ἡσύχ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 78· [[πελίχνη]], ἡ, Ἀλκμὰν 61, πρβλ. Κλείταρχον παρ’ Ἀθην. 495C· [[πέλυξ]], ῠκος, ὁ, [[Πολυδ]]. Ι΄, 105. (Πρβλ. Λατ. pelvis).
|lstext='''πέλλα''': Ἰων. πέλλη, ης, ἡ, «[[πέλλα]] [[ἀγγεῖον]] σκυφοειδές, πυθμένα ἔχον πλατύτερον, εἰς ὃ ἤμελγον τὸ [[γάλα]]» Ἀθήν. 495C, τὸ τοιοῦτον [[ἀγγεῖον]] νῦν ὀνομάζεται «καρδάρα», Λατ. mulctra, περιγλαγέας κατὰ πέλλας, περὶ τὰ γάλακτι πεπληρωμένα γαλακτοδόχα ἀγγεῖα, Ἰλ. Π. 642, Θεόκρ. 1. 26· ― [[ποτήριον]], Ἱππῶναξ 30· ― [[ὡσαύτως]] [[πελλίς]], ίδος, ἡ, ὁ αὐτ. 29, Νικ. Ἀλεξιφ. 77· Δωρ. κ. Αἰολ. [[πελίκα]], ἡ, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 5· ἴδε Φώτ., Ἡσύχ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 78· [[πελίχνη]], ἡ, Ἀλκμὰν 61, πρβλ. Κλείταρχον παρ’ Ἀθην. 495C· [[πέλυξ]], ῠκος, ὁ, [[Πολυδ]]. Ι΄, 105. (Πρβλ. Λατ. pelvis).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />vase à traire le lait.<br />'''Étymologie:''' propr. vase en cuir, cf. <i>lat.</i> pellis.
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλλα Medium diacritics: πέλλα Low diacritics: πέλλα Capitals: ΠΕΛΛΑ
Transliteration A: pélla Transliteration B: pella Transliteration C: pella Beta Code: pe/lla

English (LSJ)

Ion. πέλλη, ης, ἡ,

   A wooden bowl, milk-pail, Il. 16.642, Theoc. 1.26, Nic. Al. 311, cf. Ath. 11.495.    2 drinking-cup, Hippon.39.    II stone, Ulp.ad D.19.155, Hsch.

German (Pape)

[Seite 551] ἡ. Haut, Leder, Pelz, Fell, pellis, poll. 10, 57, zw. (jetzt steht ἰττέλας dal) war schwerlich im Gebrauch. ἡ, der Stein. S. πέλα, φέλλα. ἡ, ion. πέλλη, Gelte, Melkfaß, mulctra; περιγλαγεῖς, Il. 16, 642; Theocr. 1, 26; nach Phot. σκάφη τις, ἔνθα τυρὸν ἀμέλγουσι. Vgl. Ath. XI, 495, der es erkl. ἀγγεῖον σκυφοειδές, πυθμένα ἔχον πλατύτερον, εἰς ὃ ἤμελγον τὸ γάλα. – Auch ein Becher, Hippon. bei Ath. a. a. O., s. auch πελλίς.

Greek (Liddell-Scott)

πέλλα: Ἰων. πέλλη, ης, ἡ, «πέλλα ἀγγεῖον σκυφοειδές, πυθμένα ἔχον πλατύτερον, εἰς ὃ ἤμελγον τὸ γάλα» Ἀθήν. 495C, τὸ τοιοῦτον ἀγγεῖον νῦν ὀνομάζεται «καρδάρα», Λατ. mulctra, περιγλαγέας κατὰ πέλλας, περὶ τὰ γάλακτι πεπληρωμένα γαλακτοδόχα ἀγγεῖα, Ἰλ. Π. 642, Θεόκρ. 1. 26· ― ποτήριον, Ἱππῶναξ 30· ― ὡσαύτως πελλίς, ίδος, ἡ, ὁ αὐτ. 29, Νικ. Ἀλεξιφ. 77· Δωρ. κ. Αἰολ. πελίκα, ἡ, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 5· ἴδε Φώτ., Ἡσύχ. Πολυδ. Ι΄, 78· πελίχνη, ἡ, Ἀλκμὰν 61, πρβλ. Κλείταρχον παρ’ Ἀθην. 495C· πέλυξ, ῠκος, ὁ, Πολυδ. Ι΄, 105. (Πρβλ. Λατ. pelvis).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
vase à traire le lait.
Étymologie: propr. vase en cuir, cf. lat. pellis.