ἀναζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναζεύγνυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω: (ἴδε [[ζεύγνυμι]]). Ζευγνύω [[πάλιν]] τὰ ὑποζύγια, ἐπὶ στρατοῦ, «ξεκινῶ», «ἀναζεύξαντες… πάντα τὸν στρατόν, ἰέναι ἐς τὸ [[τεῖχος]]…» νὰ «ξεκινήσουν» μὲ ὅλον τὸν στρατὸν καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ [[τεῖχος]]…, Ἡρόδ. 9. 41· ἀν. τὸ [[στρατόπεδον]], [[διαλύω]] τὸ [[στρατόπεδον]], [[αὐτόθι]] 58· ἀν. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας, [[ἐπανάγω]] αὐτὰς πρὸς…, ὁ αὐτ. 8. 60, 1. 2) ἀπολ., [[καταλείπω]] τὴν θέσιν [[ὅπου]] [[ἤμην]] καὶ [[μεταβαίνω]] εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μετοχ., ἀναζεύξας ἤλαυνε Θουκ. 8. 108, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 37· ἀν. ἐπ’ οἴκου, [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν πατρίδα, Πλουτ. Πομ. 42· ἀν. διὰ Συρίας, πορεύομαι διὰ μέσου τῆς Συρίας, ὁ αὐτ. Ἀντων. 84.
|lstext='''ἀναζεύγνυμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω: (ἴδε [[ζεύγνυμι]]). Ζευγνύω [[πάλιν]] τὰ ὑποζύγια, ἐπὶ στρατοῦ, «ξεκινῶ», «ἀναζεύξαντες… πάντα τὸν στρατόν, ἰέναι ἐς τὸ [[τεῖχος]]…» νὰ «ξεκινήσουν» μὲ ὅλον τὸν στρατὸν καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ [[τεῖχος]]…, Ἡρόδ. 9. 41· ἀν. τὸ [[στρατόπεδον]], [[διαλύω]] τὸ [[στρατόπεδον]], [[αὐτόθι]] 58· ἀν. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας, [[ἐπανάγω]] αὐτὰς πρὸς…, ὁ αὐτ. 8. 60, 1. 2) ἀπολ., [[καταλείπω]] τὴν θέσιν [[ὅπου]] [[ἤμην]] καὶ [[μεταβαίνω]] εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μετοχ., ἀναζεύξας ἤλαυνε Θουκ. 8. 108, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 37· ἀν. ἐπ’ οἴκου, [[ἐπανέρχομαι]] εἰς τὴν πατρίδα, Πλουτ. Πομ. 42· ἀν. διὰ Συρίας, πορεύομαι διὰ μέσου τῆς Συρίας, ὁ αὐτ. Ἀντων. 84.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀνεζεύγνυον, <i>f. inus., ao.</i> ἀνέζευξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>litt.</i> atteler pour le retour, <i>d’où</i> ἀ. στρατόν ramener une armée ; [[νῆας]] ramener une flotte ; [[στρατόπεδον]] lever un camp ; <i>abs.</i> [[ἀν]]. lever le camp ; revenir <i>en parl. d’une armée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ζεύγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναζεύγνῡμι Medium diacritics: ἀναζεύγνυμι Low diacritics: αναζεύγνυμι Capitals: ΑΝΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: anazeúgnymi Transliteration B: anazeugnymi Transliteration C: anazeygnymi Beta Code: a)nazeu/gnumi

English (LSJ)

and ἀνα-ζευγνύω,

   A yoke or harness again, ἀναζευγνύναι τὸν στρατόν move off the army, Hdt.9.41; ἀ. τὸ στρατόπεδον break up the camp, ib.58; ἀ. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας withdraw... Id.8.60. ά.    2 abs., break up, shift one's quarters, mostly in part., ἀνοζεύξας ἤλαυνε Th.8.108, cf. X.An.3.4.37, Ph.Bel.103.15; ἀ. ἐκ τῆς Ἀραβίας Plu.Pomp.42; ἀ. διὰ Συρίας march through... Id.Ant.84; ἐπὶ τὰς πράξεις Chron.Lind.D.43.    3 repel, [ὕβριν] Inscr.Cos350.

German (Pape)

[Seite 187] (s. ζεύγνυμι), wieder anspannen, anjochen, dah. mit der Armee wieder aufbrechen u. abziehen; ohne cas., ἀναζεύξας ἤλαυνεν ἐπὶ τοὺς Ἴωνας Thuc. 8, 108; Xen. Cyr. 8, 5, 1; öfter bei Pol. u. Plut. ἐπ' οἴκου u. ἐπ' οἶκον, d. i. heimkehren, Pomp. 42 Anton. 85; – Her. mit dem acc., aufbrechen lassen, τὸν στρατόν, τὸ στρατόπεδον, 9, 41. 58; νῆας, absegeln, 8, 60, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναζεύγνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω: (ἴδε ζεύγνυμι). Ζευγνύω πάλιν τὰ ὑποζύγια, ἐπὶ στρατοῦ, «ξεκινῶ», «ἀναζεύξαντες… πάντα τὸν στρατόν, ἰέναι ἐς τὸ τεῖχος…» νὰ «ξεκινήσουν» μὲ ὅλον τὸν στρατὸν καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸ τεῖχος…, Ἡρόδ. 9. 41· ἀν. τὸ στρατόπεδον, διαλύω τὸ στρατόπεδον, αὐτόθι 58· ἀν. πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νῆας, ἐπανάγω αὐτὰς πρὸς…, ὁ αὐτ. 8. 60, 1. 2) ἀπολ., καταλείπω τὴν θέσιν ὅπου ἤμην καὶ μεταβαίνω εἰς ἄλλο μέρος, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μετοχ., ἀναζεύξας ἤλαυνε Θουκ. 8. 108, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 4, 37· ἀν. ἐπ’ οἴκου, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν πατρίδα, Πλουτ. Πομ. 42· ἀν. διὰ Συρίας, πορεύομαι διὰ μέσου τῆς Συρίας, ὁ αὐτ. Ἀντων. 84.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀνεζεύγνυον, f. inus., ao. ἀνέζευξα, pf. inus.
litt. atteler pour le retour, d’où ἀ. στρατόν ramener une armée ; νῆας ramener une flotte ; στρατόπεδον lever un camp ; abs. ἀν. lever le camp ; revenir en parl. d’une armée.
Étymologie: ἀνά, ζεύγνυμι.