μυθώδης: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une fiction, fabuleux : τὸ μυθῶδες PLUT caractère fabuleux d’une chose;<br /><i>Sp.</i> μυθωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[μῦθος]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une fiction, fabuleux : τὸ μυθῶδες PLUT caractère fabuleux d’une chose;<br /><i>Sp.</i> μυθωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[μῦθος]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[μυθώδης]], -ῶδες) [[μύθος]]<br />αυτός που μοιάζει με μύθο, ο [[πλαστός]] («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον [[ὄντα]] μυθώδη πίστιν ἔσχε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που υπερβαίνει τα όρια της πραγματικότητας, [[υπερβολικός]], [[αφάνταστος]], [[αμύθητος]], [[παροιμιώδης]] («μυθώδη πλούτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυθώδες</i><br />οι μύθοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυθωδώς</i> (Α μυθωδῶς)<br />[[κατά]] τρόπο μυθώδη. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A legendary, fabulous, λόγοι μ., opp. ἀληθινοί, Pl.R.522a, cf. D.23.65, etc.; τὸ μ. the domain of fable, Th.1.21; τὸ μὴ μ. αὐτῶν their non-fabulous character, ib.22; τὰ μ. καὶ παιδαριώδη Arist.Metaph.995a4: Comp. -έστερος Antig.Mir.1, Str.4.4.6: Sup. -έστατος Isoc.2.48, Plb.34.11.20, Phld.Po.5.4. Adv. -δῶς Aristeas 168, D.S.4.6.
German (Pape)
[Seite 215] ες, einer Fabel ähnlich, fabelhaft; Thuc. 1, 21; Ggstz von ἀληθινός, Plat. Rep. VII, 522 a; ὁ λόγος γέγονεν, Isocr. 4, 28; μυθωδέστατοι λόγοι, 2, 48; öfter Plut. u. Luc. – Adv., D. Sic. 4, 6, wo für τοὺς παλαιοὺς μυθωδῶς ὀνομάζειν v. l. μυθῳδο ύς, Fabelsänger.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθώδης: -ες, (εἶδος) μυθικός, μύθῳ ὅμοιος, λόγοι μ., ἀντίθετ. τῷ ἀληθινοί, Πλάτ. Πολ. 522Α, κτλ.· τὸ μυθῶδες, οἱ μῦθοι, Θουκ. 1. 21· τὸ μὴ μ. αὐτῶν, τὸ μέρος τὸ μὴ μυθικόν, αὐτόθι 22· τὰ μ. καὶ παιδαριώδη Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. Α. ΕΛΑΤΤΟΝ. 3. 1· - ὑπερθετ. -έστατος, Ἰσοκρ. 24Β. Ἐπίρρ. -δῶς, Διόδ. 4. 6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble à une fiction, fabuleux : τὸ μυθῶδες PLUT caractère fabuleux d’une chose;
Sp. μυθωδέστατος.
Étymologie: μῦθος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α μυθώδης, -ῶδες) μύθος
αυτός που μοιάζει με μύθο, ο πλαστός («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον ὄντα μυθώδη πίστιν ἔσχε», Πλούτ.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια της πραγματικότητας, υπερβολικός, αφάνταστος, αμύθητος, παροιμιώδης («μυθώδη πλούτη»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυθώδες
οι μύθοι.
επίρρ...
μυθωδώς (Α μυθωδῶς)
κατά τρόπο μυθώδη.