πολυπειρία: Difference between revisions

From LSJ

αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />grande expérience.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πεῖρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />grande expérience.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πεῖρα]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύπειρος]]<br /><b>1.</b> ευρεία [[εμπειρία]], το να έχει [[κανείς]] πολλή [[πείρα]], να έχει πολλές εμπειρίες<br /><b>2.</b> η [[γνώση]] που αποκτάται με την [[πείρα]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπειρία Medium diacritics: πολυπειρία Low diacritics: πολυπειρία Capitals: ΠΟΛΥΠΕΙΡΙΑ
Transliteration A: polypeiría Transliteration B: polypeiria Transliteration C: polypeiria Beta Code: polupeiri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A great experience, Th.1.71, Pl.Lg.811a, LXX Wi.8.8, D.S.5.1, Plu.Sol.2.

German (Pape)

[Seite 668] ἡ, viele oder große Erfahrung; καὶ πολυμαθία, Plat. Legg. VII, 819 a; Thuc. 1, 71; Sp., wie Plut. Sol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπειρία: ἡ, πολλὴ πεῖρα, Θουκ. 1. 71, Πλάτ. Νόμ. 811A, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grande expérience.
Étymologie: πολύς, πεῖρα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύπειρος
1. ευρεία εμπειρία, το να έχει κανείς πολλή πείρα, να έχει πολλές εμπειρίες
2. η γνώση που αποκτάται με την πείρα.