μεγαλοπράγμων: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui entreprend de grandes choses.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πρᾶγμα]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui entreprend de grandes choses.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πρᾶγμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλοπράγμων]], -ον)<br />αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράγμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>πράγμων</i>].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπράγμων Medium diacritics: μεγαλοπράγμων Low diacritics: μεγαλοπράγμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: megaloprágmōn Transliteration B: megalopragmōn Transliteration C: megalopragmon Beta Code: megalopra/gmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A disposed to do great deeds, forming great designs, X.HG5.2.36, Plu.Ages. 32.

German (Pape)

[Seite 107] ον, große Thaten thuend, Großes unternehmend; Xen. Hell. 5, 2, 36; Plut. Agesil. 32; D. C. 63, 17.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui entreprend de grandes choses.
Étymologie: μέγας, πρᾶγμα.

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλοπράγμων, -ον)
αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ-πράγμων].