περίφαντος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> visible à tous;<br /><b>2</b> connu de tous, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφαίνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> visible à tous;<br /><b>2</b> connu de tous, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[περιφαίνομαι]]<br /><b>1.</b> [[περιφανής]], [[καταφανής]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>2.</b> [[επιφανής]], [[ονομαστός]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφαντος Medium diacritics: περίφαντος Low diacritics: περίφαντος Capitals: ΠΕΡΙΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: períphantos Transliteration B: periphantos Transliteration C: perifantos Beta Code: peri/fantos

English (LSJ)

ον,

   A = περιφανής : metaph., π. θανεῖται too plainly he will die, S.Aj.229 (lyr.).    II famous, renowned, πᾶσιν ib.599 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 598] = περιφανής; πᾶσιν περίφαντος αἰεί, berühmt, Soph. Ai. 595; περίφαντος ἁ'νὴρ θανεῖται, 225, offenbar, sicher.

Greek (Liddell-Scott)

περίφαντος: -ον, = περιφανής, τάφος Ἀνθολ. Π. 8, 202˙ μεταφορ., π. θανεῖται, φανερὸς τοῖς πᾶσι θὰ ἀποθάνῃ, Σοφ. Αἴ. 229. ΙΙ. ἔνδοξος, ἐπιφανής, ὀνομαστός, Λατ. illustris, αὐτόθι 599.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 visible à tous;
2 connu de tous, célèbre.
Étymologie: περιφαίνω.

Greek Monolingual

-ον, Α περιφαίνομαι
1. περιφανής, καταφανής, ολοφάνερος
2. επιφανής, ονομαστός.