πτισάνη: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> orge mondé;<br /><b>2</b> tisane d’orge mondé.<br />'''Étymologie:''' [[πτίσσω]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> orge mondé;<br /><b>2</b> tisane d’orge mondé.<br />'''Étymologie:''' [[πτίσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φαρμ.)</b> [[υγρό]] φαρμακοτεχνικό [[σκεύασμα]] το οποίο περιέχει ασθενή [[αναλογία]] φυτικών προϊόντων με λίγες δραστικές ουσίες και χρησιμοποιείται ως [[έκδοχο]] διαφόρων φαρμάκων ή ως [[πόμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφέψημα]] από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πτισάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πτισσάνη</i>, με [[απλοποίηση]] τών -<i>σσ</i>-) <span style="color: red;"><</span> [[πτίσσω]] «[[ξεφλουδίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ανη</i> / -<i>ανον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λάχπτισάνη</i> -<i>ανο</i>-<i>ν</i>, <i>πλάτ</i>-<i>ανο</i>-<i>ς</i>, <i>πήγ</i>-<i>ανο</i>-<i>ν</i>). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>tisana</i> / <i>ptisana</i> και στη [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. -γαλλ. <i>tisane</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτῐσάνη Medium diacritics: πτισάνη Low diacritics: πτισάνη Capitals: ΠΤΙΣΑΝΗ
Transliteration A: ptisánē Transliteration B: ptisanē Transliteration C: ptisani Beta Code: ptisa/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (πτίσσω)

   A peeled barley, Nicopho 15; πτισάνης χυλός Hp.Acut.6.    II barley-gruel, π. παχεῖα, opp. χυλός (barleywater), ib.7,10; both opp. ποτόν, ib.68; πτισάνην ἕψειν Ar.Fr.159, cf. 412, Alex.142.3, PCair.Zen.710.76 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 810] ἡ, enthülsete Gerste, Gerstengraupen, u. ein davon gemachter Absud, Gerstentrank, τὰς κριθὰς ποίει τοῖς τεκνίοις πτισάνην, Lucill. 95 (XI, 259); Hippocr.; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πτῐσάνη: [ᾰ], ἡ, (πτίσσω), κριθὴ ἐκλελεπισμένη, ξεφλουδισμένη, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 2· πτισάνης χυλὸς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ΙΙ. ποτὸν λαμβανόμενον ἐκ τοιαύτης κριθῆς, «κριθανόνερον», ἐνίοτε μετὰ τῶν ἐπιθέτων παχεῖα ἢ ὅλη, ὅταν συνυπάρχῃ καὶ ἡ χονδροαλεσμένη κριθή, ἐν εἴδει πόλτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν χυλὸν ἤτοι τὸ διὰ τοῦ ἠθμοῦ κριθαρόνερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 885· ἀμφότερα δὲ ἀντιτίθενται τῇ λέξει ποτόν, αὐτόθι 395· πτισάνειν ἕψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 201, πρβλ. 364, Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 orge mondé;
2 tisane d’orge mondé.
Étymologie: πτίσσω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
(φαρμ.) υγρό φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει ασθενή αναλογία φυτικών προϊόντων με λίγες δραστικές ουσίες και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων ή ως πόμα
αρχ.
αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πτισάνη (< πτισσάνη, με απλοποίηση τών -σσ-) < πτίσσω «ξεφλουδίζω» + επίθημα -ανη / -ανον (πρβλ. λάχπτισάνη -ανο-ν, πλάτ-ανο-ς, πήγ-ανο-ν). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. tisana / ptisana και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. -γαλλ. tisane)].