ἅγος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(Bailly1_1) |
(2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[ἄγος]]¹. | |btext=v. [[ἄγος]]¹. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἅγος:''' ή [[ἄγος]][ᾰ], -εος, τὸ (βλ. [[ἅζομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε [[αντικείμενο]] θρησκευτικού φόβου ή ευλάβειας·<br /><b class="num">1.</b> όπως το Λατ. [[piaculum]], αυτό που απαιτεί εξαγνισμό, [[κατάρα]], [[μίασμα]], [[ενοχή]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] μιαρό, [[βδέλυγμα]], [[μίασμα]], σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξαγνισμός]], [[εξιλέωση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με θετική [[σημασία]] = [[σέβας]], [[ευλάβεια]], [[σεβασμός]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 30 December 2018
French (Bailly abrégé)
v. ἄγος¹.
Greek Monotonic
ἅγος: ή ἄγος[ᾰ], -εος, τὸ (βλ. ἅζομαι),
I. οποιοδήποτε αντικείμενο θρησκευτικού φόβου ή ευλάβειας·
1. όπως το Λατ. piaculum, αυτό που απαιτεί εξαγνισμό, κατάρα, μίασμα, ενοχή, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. πρόσωπο ή πράγμα μιαρό, βδέλυγμα, μίασμα, σε Σοφ., Θουκ.
3. εξαγνισμός, εξιλέωση, σε Σοφ.
II. με θετική σημασία = σέβας, ευλάβεια, σεβασμός, σε Ομηρ. Ύμν.