μόνιππος: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />cheval attelé <i>ou</i> monté seul ; ὁ [[μόνιππος]] cheval de selle.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ἵππος]].
|btext=ος, ον :<br />cheval attelé <i>ou</i> monté seul ; ὁ [[μόνιππος]] cheval de selle.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ἵππος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνιππος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο [[άλογο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μόνιππο</i><br />[[άμαξα]] που σύρεται από ένα μόνο [[άλογο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[μόνιππος]]<br />[[άλογο]] ελεύθερο το οποίο τρέχει [[χωρίς]] [[άρμα]] σε [[ιπποδρομία]]<br /><b>2.</b> [[ιππέας]] που χρησιμοποιεί ένα μόνο [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λεύκ</i>-<i>ιππος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνιππος Medium diacritics: μόνιππος Low diacritics: μόνιππος Capitals: ΜΟΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: mónippos Transliteration B: monippos Transliteration C: monippos Beta Code: mo/nippos

English (LSJ)

ὁ,

   A single horse, riding-horse, opp. chariot-horse, X.Cyr. 6.4.1, Pl.Lg.834c, GDI4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.Fr.259.    II as Adj., μ. ἱππεῖς Poll.1.141.

German (Pape)

[Seite 202] ein einzelnes Pferd, Rennpferd, μονίπποις ἆθλα τιθέντες, Plat. Legg. VIII, 834 b; bei Xen. Cyr. 6, 4, 1 den ἵπποις ὑπὸ τοῖς ἅρμασι entgegengesetzt. – Der mit einem Pferde einen Wettkampf anstellt, Eust. 1539, 29, Poll. 1, 141.

Greek (Liddell-Scott)

μόνιππος: -ον, ὁ χρώμενος ἑνὶ μόνῳ ἵππῳ, ἱππεύς, ἔφιππος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν ἐφ’ ἅρματος ὀχούμενον, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1, Πλάτ. Νόμ. 834Β, πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1539. 29, Πολυδ. Α΄, 141· πρβλ. μονάμπυξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cheval attelé ou monté seul ; ὁ μόνιππος cheval de selle.
Étymologie: μόνος, ἵππος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μόνιππος -ον)
νεοελλ.
1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο
2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο
άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος
άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία
2. ιππέας που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ἵππος (πρβλ. λεύκ-ιππος)].