συγκαταζεύγνυμι: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=unir : τινά τινι une personne à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταζεύγνυμι]]. | |btext=unir : τινά τινι une personne à une autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταζεύγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με γάμο, [[παντρεύω]] («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῡντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαταζεύγνυμαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[δένω]] τη ζωή μου με [[κάτι]] («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταζεύγνυμι]] «[[ζεύω]] [[μαζί]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
A yoke together, join in marriage, τινά τινι Plu.Cam.2, cf. Sor.1.34:—Pass., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ has become a yoke-fellow with misery, S.Aj.123; cf. συγκεράννυμι.
German (Pape)
[Seite 964] (s. ζεύγνυμι), mit einander od. zusammen verbinden; ὁθούνεκ' ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, Soph. Ai. 123, Einen ans Unglück fesseln; bes. von der Ehe, τοὺς ἀγάμους ταῖς χηρευούσαις γυναιξί, Plut. Camill. 2; Luc. Tox. 25.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταζεύγνῡμι: μέλλ. -ξω, συζευγνύω, συνδέω, εἰς γάμον, τινά τινι Πλουτ. Κάμιλλ. 2. - Παθ., ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ, συνέζευκται δεινῇ ἄτῃ, εἶναι συνεζευγμένος μετὰ δεινῆς δυστυχίας, Σοφ. Αἴ. 123· πρβλ. συγκεράννυμι.
French (Bailly abrégé)
unir : τινά τινι une personne à une autre.
Étymologie: σύν, καταζεύγνυμι.
Greek Monolingual
Α
1. συνδέω με γάμο, παντρεύω («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῡντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», Πλούτ.)
2. μέσ. συγκαταζεύγνυμαι
μτφ. δένω τη ζωή μου με κάτι («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταζεύγνυμι «ζεύω μαζί»].