ἐλευθερία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
(Bailly1_2)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />liberté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλεύθερος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />liberté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλεύθερος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐλευθερία]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[freedom]] πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ ἔκτισσε (P. 1.61) ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς [[σύν]] γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15) [[ὅθι]] παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδἐλευθερίας fr. 77. 2.
}}
}}

Revision as of 13:58, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθερία Medium diacritics: ἐλευθερία Low diacritics: ελευθερία Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Transliteration A: eleuthería Transliteration B: eleutheria Transliteration C: eleftheria Beta Code: e)leuqeri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A freedom, liberty, Pi.P.1.61, Hdt.1.62,95; ἐλευθερίας φῶς A.Ch.809(lyr.), cf. 863 (anap.); δι' ἐλευθερίας μόλις ἐξῆλθες, i.e. μόλις ἠλευθερώθης, S.El.1509(anap.); ὑπῆρξαν ἐλευθερίας τῆ Ἑλλάδι And.1.142; freedom from a thing, ἀπὸ πασῶν ἀρχῶν Pl.Lg. 698a; τινός Id.R.329c, cf. AP6.228 (Adaeus).    b manumission, ἡ εἰκοστὴ τῶν ἐ.,= Lat. vicesima manumissionum, BGU326ii 11 (ii A.D.).    2 licence, ἀκολασία καὶ ἐ. Pl.Grg.492c; of Diogenes, Jul.Or. 6.185c.    3 later, = ἐλευθεριότης, UPZ62.7.    4 name of a dance, S.E.M.1.293.

German (Pape)

[Seite 795] ἡ, die Freiheit, Unabhängigkeit, ganzer Völker und einzelner Menschen, Pind. P. 1, 61 Soph. El. 1501; überall bei den Attikern sowohl Freiheit von äußerem Zwange, im Ggstz der δουλεία, als von innerem, von Leidenschaften u. dgl.; τινός, von Etwas; τῶν τοιούτων ἐν τῷ γήρᾳ πολλὴ εἰρήνη γίγνεται καὶ ἐλ. Plat. Rep. I, 329 c; ἀρότρου Add. 3 (VI, 228); ἡ παντελὴς καὶ ἀπὸ πασῶν ἀρχῶν ἐλ. Plat. Legg. III, 698 a; – ἀφαιρεῖσθαι εἰς ἐλευθερίαν (s. verb.); ἐπ' ἐλευθερίᾳ, um der Freilassung willen, Inscr. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἐλευθερία, Πινδ. Π. 1. 119, Ἡρόδ. 1. 62, 95, Αἰσχύλ. Χο. 809, 863, κτλ.· δι’ ἐλευθερίας μόλις ἐξῆλθες, δηλ. μόλις ἠλευθερώθης, Σοφ. Ἠλ. 1509· ὑπάρχειν ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι Ἀνδοκ. 18. 34· ἐλευθερία, ἀπαλλαγὴ ἀπό τινος πράγματος, ἀπό τινος Πλάτ. Νόμ. 698Α· τινός Πολ. 329C. 2) ὑπέρμετρος ἐλευθερία, ἀκολασία καὶ ἐλ. ὁ αὐτ. Γοργ. 492C. 3) παρὰ μεταγεν. = ἐλευθεριότης. 4) ὄνομα χοροῦ τινος παρὰ Σέξτ. τῷ Ἐμπ. π. Μ. 1. 293.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
liberté.
Étymologie: ἐλεύθερος.

English (Slater)

ἐλευθερία
   1 freedom πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ ἔκτισσε (P. 1.61) ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά (I. 8.15) ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδἐλευθερίας fr. 77. 2.