κροτοθόρυβος: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />bruyant applaudissement.<br />'''Étymologie:''' [[κρότος]], [[θόρυβος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />bruyant applaudissement.<br />'''Étymologie:''' [[κρότος]], [[θόρυβος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κροτοθόρυβος]], ὁ (Α)<br />ο [[ήχος]] τών χειροκροτημάτων, ηχηρή [[επιδοκιμασία]] ή [[επικρότηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρότος]] <span style="color: red;">+</span> [[θόρυβος]], [[είδος]] επαναληπτικού σημασιολογικού συνθέτου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A loud applause, Epicur.Fr.143, Plu.2.45f, 1117a, Eun.Hist.p.259 D.
German (Pape)
[Seite 1513] ὁ, Lärm vom Schlagen od. Händeklatschen; Epicur. bei Plut. adv. Col. 17 non posse 13; vgl. D. L. 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κροτοθόρῠβος: ὁ, ἠχηρὰ ἐπικρότησις, ὁ ἐκ τῶν χειροκροτημάτων γινόμενος θόρυβος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5, Πλούτ. 2. 45F, 1117A.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruyant applaudissement.
Étymologie: κρότος, θόρυβος.
Greek Monolingual
κροτοθόρυβος, ὁ (Α)
ο ήχος τών χειροκροτημάτων, ηχηρή επιδοκιμασία ή επικρότηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρότος + θόρυβος, είδος επαναληπτικού σημασιολογικού συνθέτου].