καπηλίς: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />marchande en détail, <i>particul.</i> cabaretière.<br />'''Étymologie:''' [[κάπηλος]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br />marchande en détail, <i>particul.</i> cabaretière.<br />'''Étymologie:''' [[κάπηλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καπηλίς]] και κάπηλις, ἡ (A, AM και καπήλισσα) [[κάπηλος]]<br />(θηλ. του [[κάπηλος]]) η [[γυναίκα]] που διηύθυνε [[καπηλειό]] ή εργαζόταν σε [[καπηλειό]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Καπηλίδες</i><br />[[τίτλος]] έργου του Θεοπόμπου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, fem. of κάπηλος, Ar.Th. 347, Pl.435, 1120, Com.Adesp.567, Aeschin.Socr.4, PFay.12.23 (ii B.C.): Καπηλίδες, αἱ, title of play by Theopomp. Com.:—accented κάπηλις, acc. to Hdn.Gr.1.91, cf. Oenom. ap. Eus.PE6.7:—late καπήλισσα, ἡ, Sch.Ar.Pl.426.
German (Pape)
[Seite 1322] ίδος, ἡ, fem. zu κάπηλος, copa; Ar. Th. 347 Plut. 435. 1420; γυνή Phani. bei Ath. II, 84 e. Nach Arcad. p. 31 κάπηλις zu accentuiren; vgl. Schol. Ar. Plut. 435 u. Lob. path. 46.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπηλίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ κάπηλος, Λατ. copa, Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, Πλ. 435, 1120· - ὡσαύτως φέρεται κάπηλις Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 259Α, πρβλ. Ἀρκάδ. 31.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
marchande en détail, particul. cabaretière.
Étymologie: κάπηλος.
Greek Monolingual
καπηλίς και κάπηλις, ἡ (A, AM και καπήλισσα) κάπηλος
(θηλ. του κάπηλος) η γυναίκα που διηύθυνε καπηλειό ή εργαζόταν σε καπηλειό
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Καπηλίδες
τίτλος έργου του Θεοπόμπου.