δύσνοος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(Bailly1_2)
(big3_12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />malveillant, hostile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[νόος]].
|btext=οος, οον;<br />malveillant, hostile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[νόος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -ους, -ουν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que tiene animadversión]] c. dat. τῇδε ... πόλει S.<i>Ant</i>.212, cf. Th.2.60, ἀνθρώποις Pl.<i>Tht</i>.151d, cf. <i>Phdr</i>.258c, τοῖς ἡμετέροις πράγμασι I.<i>AI</i> 11.217, c. giro prep. πρὸς τὰ πράγματα X.<i>HG</i> 2.1.2<br /><b class="num">•</b>[[hostil]], [[enemigo]] δύσνουν με λήψεσθε E.<i>IT</i> 350, οὔτε ἄπιστοι οὔτε δύσνοι οἱ ἀκουσόμενοι Pl.<i>R</i>.450d, οὐδέν τι δύσνουν ... ἐμφήνας Babr.98.3, cf. Plu.2.176b, Luc.<i>Herm</i>.51<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[malevolencia]] Philostr.<i>VA</i> 5.36.<br /><b class="num">2</b> [[estúpido]] δ. καὶ ἰδιώτης καὶ [[δύσμορφος]] Isid.Pel.M.78.249D.<br /><b class="num">II</b> adv. δυσνόως [[con mala voluntad o disposición]] δ. ἔχειν ... πρὸς Ἀθηναίους Did.<i>in D</i>.14.53, cf. Poll.2.230.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνοος Medium diacritics: δύσνοος Low diacritics: δύσνοος Capitals: ΔΥΣΝΟΟΣ
Transliteration A: dýsnoos Transliteration B: dysnoos Transliteration C: dysnoos Beta Code: du/snoos

English (LSJ)

ον, contr. δύσ-νους, ουν,

   A ill-affected, disaffected, τινί S.Ant.212; τῇ πόλει Th.2.60; πρὸς τὰ πράγματα X.HG2.1.2: abs., E.IT350, Plu.2.176b. Adv. δύσνως Poll.2.230.

German (Pape)

[Seite 684] zsgzgn δύσνους, übel gesinnt, abgeneigt; τινί, Soph. Ant. 212; Eur. I. T. 350; in Prosa, Thuc. 2, 60 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

δύσνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ἐχθρικῶς διακείμενος πρός τινα, δυσμενής, τινι Σοφ. Ἀντ. 212, Εὐρ. Ι. Τ. 350, Θουκ. 2. 60· πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 2, 12· ― πληθ. ὀνομ. δύσνοι Ξεν. αὐτόθι, Πλάτ. Πολ. 450D· ἀντίθ. εὔνους. ― Ἐπίρρ. δύσνως, Πολυδ. Β’, 230.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
malveillant, hostile.
Étymologie: δυσ-, νόος.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): contr. -ους, -ουν
I 1que tiene animadversión c. dat. τῇδε ... πόλει S.Ant.212, cf. Th.2.60, ἀνθρώποις Pl.Tht.151d, cf. Phdr.258c, τοῖς ἡμετέροις πράγμασι I.AI 11.217, c. giro prep. πρὸς τὰ πράγματα X.HG 2.1.2
hostil, enemigo δύσνουν με λήψεσθε E.IT 350, οὔτε ἄπιστοι οὔτε δύσνοι οἱ ἀκουσόμενοι Pl.R.450d, οὐδέν τι δύσνουν ... ἐμφήνας Babr.98.3, cf. Plu.2.176b, Luc.Herm.51
neutr. subst. τὸ δ. malevolencia Philostr.VA 5.36.
2 estúpido δ. καὶ ἰδιώτης καὶ δύσμορφος Isid.Pel.M.78.249D.
II adv. δυσνόως con mala voluntad o disposición δ. ἔχειν ... πρὸς Ἀθηναίους Did.in D.14.53, cf. Poll.2.230.