ἐργάθω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
(Bailly1_2)
(14)
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. *εἰργάθω.
|btext=v. *εἰργάθω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐργάθω]] και ἐργαθῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[αποχωρίζω]], [[αποσπώ]], [[αποκόπτω]]<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]], [[αναχαιτίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[είργω]] που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το [[γεγονός]] αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. <i>εέργαθεν</i> καί <i>ειργαθείν</i> ως παρεκτεταμένων αορ. β’ του ενεστ. θέμ. του [[είργω]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1019] u. ἐεργάθω, p. = εἴργω, ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν, er trennte, Il. 5, 147, πάντα δ' ἀπὸ πλευρῶν χρόα ἔργαθεν 11, 437; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1171. Vgl. oben εἰργάθω.

French (Bailly abrégé)

v. *εἰργάθω.

Greek Monolingual

ἐργάθω και ἐργαθῶ, -έω (Α)
1. αποχωρίζω, αποσπώ, αποκόπτω
2. συγκρατώ, αναχαιτίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του είργω που μαρτυρείται μόνο σε αοριστικούς τ. Το γεγονός αυτό οδήγησε άλλους στον χαρακτηρισμό τών μαρτυρούμενων τ. εέργαθεν καί ειργαθείν ως παρεκτεταμένων αορ. β’ του ενεστ. θέμ. του είργω].