Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τοπογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />topographe.<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]], [[γράφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />topographe.<br />'''Étymologie:''' [[τόπος]], [[γράφω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[τεχνολόγος]] [[επιστήμονας]] ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως [[είναι]] η [[κάθε]] τύπου [[χαρτογράφηση]], η [[χάραξη]] τεχνικών έργων κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιγράφει έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>topographer</i>].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπογράφος Medium diacritics: τοπογράφος Low diacritics: τοπογράφος Capitals: ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: topográphos Transliteration B: topographos Transliteration C: topografos Beta Code: topo/grafos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A topographer, D.S.31.18.

German (Pape)

[Seite 1129] einen Ort, eine Gegend beschreibend, die Lage, die Gränzen eines Ortes, einer Gegend bezeichnend, bestimmend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τοπογράφος: [ᾰ], ὁ, ἀσχολούμενος εἰς τοπογραφίαν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
topographe.
Étymologie: τόπος, γράφω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνολ. τεχνολόγος επιστήμονας ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως είναι η κάθε τύπου χαρτογράφηση, η χάραξη τεχνικών έργων κ.ά.
αρχ.
αυτός που περιγράφει έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -γράφος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. topographer].