περιζώστρα: Difference between revisions

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> tablier;<br /><b>2</b> bandelette.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ζώννυμι]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> tablier;<br /><b>2</b> bandelette.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ζώννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζώνη]] [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>νεοελλ.</b> [[σχοινί]] [[γύρω]] από τη [[βάρκα]] για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην [[προβλήτα]] ή με άλλα πλοία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ζώνη]] [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταινία]] από ύφασμα δεμένη [[γύρω]] από [[στεφάνι]] με λουλούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιζώννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κρεμάσ</i>-<i>τρα</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιζώστρα Medium diacritics: περιζώστρα Low diacritics: περιζώστρα Capitals: ΠΕΡΙΖΩΣΤΡΑ
Transliteration A: perizṓstra Transliteration B: perizōstra Transliteration C: perizostra Beta Code: perizw/stra

English (LSJ)

ἡ,

   A apron, Anaxandr. 69.    II ribbon twined round a garland, dub. in Theoc.2.122.

German (Pape)

[Seite 576] ἡ, Gurt, Gürtel, Schurz, Theocr. 2, 121; Poll. 2, 166. 7, 65.

Greek (Liddell-Scott)

περιζώστρα: ἡ, περίζωμα, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 16. ΙΙ. ταινία περιδεδεμένη περὶ στέφανον, Θεόκρ. 2. 122.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 tablier;
2 bandelette.
Étymologie: περί, ζώννυμι.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ζώνη γύρω από κάτι
2. νεοελλ. σχοινί γύρω από τη βάρκα για να κρεμιένται παραβλήματα που τήν προφυλάσσουν από προσκρούσεις στην προβλήτα ή με άλλα πλοία
μσν.-αρχ.
ζώνη γύρω από κάτι
αρχ.
ταινία από ύφασμα δεμένη γύρω από στεφάνι με λουλούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιζώννυμι + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].