φερτός: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />supportable, tolérable.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]]. | |btext=ή, όν :<br />supportable, tolérable.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φερτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εισάγεται ή προέρχεται από έξω, από [[άλλη]] [[χώρα]] («φερτά προϊόντα»)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρεται και αποτίθεται από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]] («φερτές ύλες»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποφερτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A endurable, οὐ τλατᾶς οὐ φερτᾶς E.Hec.158 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1262] poet. adj. verb. von φέρω, getragen, ertragen, zu tragen, erträglich, Eur. δουλείας τᾶς οὐ φερτᾶς, Hec. 159.
Greek (Liddell-Scott)
φερτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, οὐ τλατᾶς, οὐ φερτᾶς Εὐρ. Ἑκ. 159· πρβλ. ἄφερτος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
supportable, tolérable.
Étymologie: φέρω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φερτός, -ή, -όν, ΝΑ φέρω
νεοελλ.
1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα («φερτά προϊόντα»)
2. αυτός που μεταφέρεται και αποτίθεται από ένα μέρος σε άλλο («φερτές ύλες»)
αρχ.
υποφερτός.