ὑμνῳδία: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />hymne, poème lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[ᾠδή]].
|btext=ας (ἡ) :<br />hymne, poème lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[ᾠδή]].
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑμνῳδία]], ΝΜΑ [[υμνωδός]]<br />το να άδει [[κάποιος]] ύμνο, [[ψαλμωδία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συλλογή]] εκκλησιαστικών ύμνων<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[λόγιος]] [[ελληνικός]] όρος για το [[ορατόριο]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εκκλησιαστικός]] ύμνος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λυρικό [[ποίημα]]<br /><b>2.</b> προφητική ωδή, [[χρησμωδία]].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνῳδία Medium diacritics: ὑμνῳδία Low diacritics: υμνωδία Capitals: ΥΜΝΩΔΙΑ
Transliteration A: hymnōidía Transliteration B: hymnōdia Transliteration C: ymnodia Beta Code: u(mnw|di/a

English (LSJ)

ἡ,

   A singing of a hymn, hymning, CIG2715a22 (Stratonicea), Porph.Abst.2.34: pl., E.Hel.1434, Ps.-Luc.Philopatr.26, Artem.1.56.    2 = χρησμῳδία, prophetic strain, E.Ion682 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, das Singen eines Lobgesangs, der Lobgesang selbst, Eur. Hel. 1450; auch Orakel, τίν' ἔχρησας ὑμνῳδίαν Eur. Ion 684.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνῳδία: ἡ, ᾆσις ὕμνου, ψαλμῳδία, Εὐρ. Ἑλ. 1434, Συλλ. Ἐπιγρ. 2751a. 22. ΙΙ. ὕμνος, λυρικὸν ποίημα, ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Φιλόπατρ. 26. Ἀρτεμίδ. 1. 56. 2) = χρησμῳδία, προφητικὴ ᾠδή, Εὐρ. Ἴων. 682.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
hymne, poème lyrique.
Étymologie: ὕμνος, ᾠδή.

Greek Monolingual

η / ὑμνῳδία, ΝΜΑ υμνωδός
το να άδει κάποιος ύμνο, ψαλμωδία
νεοελλ.
1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων
2. μουσ. λόγιος ελληνικός όρος για το ορατόριο
νεοελλ.-μσν.
εκκλησιαστικός ύμνος
αρχ.
1. λυρικό ποίημα
2. προφητική ωδή, χρησμωδία.