ἐπίλυπος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> affligé, triste;<br /><b>2</b> affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λύπη]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> affligé, triste;<br /><b>2</b> affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[λύπη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίλυπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μελαγχολικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[λύπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>λυπος</i>, <i>παυσί</i>-<i>λυπος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίλῡπος Medium diacritics: ἐπίλυπος Low diacritics: επίλυπος Capitals: ΕΠΙΛΥΠΟΣ
Transliteration A: epílypos Transliteration B: epilypos Transliteration C: epilypos Beta Code: e)pi/lupos

English (LSJ)

ον, (λύπη)

   A sad, γένος Ph.2.29; in low spirits, Aret.SA2.12, SD1.6, Ruf.Fr.70.21. Adv. -πως sadly, ἀπολαύειν Ph.1.136.    II. painful, ἐπίλυπον ἡ ἀνδρεία Arist.EN1117a34; τὸ ἐ. a thing that causes pain, ib.1110b19; ἐ. γῆρας Plu.2.13a. Adv. -πως, καταστρέψαι τὸν βίον D.S.17.118.

German (Pape)

[Seite 959] betrübt, traurig, Plut. u. a. Sp.; – auch act. Betrübniß, Trauer hervorbringend, Arist. Eth. Nic. 11, 4. – Adv., D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίλῡπος: -ον, (λύπη) σκυθρωπὸς ἐκ λύπης, ἡσυχῇ ἐπίλυποι, κατηφέες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12· μελαγχολικός, ἄθυμος, Πλούτ. 2. 13Α. ΙΙ. λυπηρός, προξενῶν λύπην, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 5 κ. ἀλλ.· τὸ ἐπίλυπον, τὸ προξενοῦν λύπην, αὐτόθι 3. 1, 13, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καματηρόν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 affligé, triste;
2 affligeant.
Étymologie: ἐπί, λύπη.

Greek Monolingual

ἐπίλυπος, -ον (Α)
1. μελαγχολικός
2. αυτός που προκαλεί λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά-λυπος, παυσί-λυπος)].