ὑπόπλεος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />presque plein.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέος]]. | |btext=ος, ον :<br />presque plein.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[ὑπόπλεως]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, Att. ὑποπλέως, ων,
A full, c. gen., ἔτι . . δείματός εἰμι ὑ. am still afraid, Hdt.7.47; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. Luc.Somn. 4. 2 filled underhand, ἀργυρίων Timocr.1.10.
German (Pape)
[Seite 1229] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, ἀρκούντως πλήρης, μετὰ γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· μεστός, ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
presque plein.
Étymologie: ὑπό, πλέος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. ὑπόπλεως.