προφυράω: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />pétrir d’avance <i>ou</i> auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φυράω]]. | |btext=-ῶ :<br />pétrir d’avance <i>ou</i> auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φυράω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προφῡράω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακατεύω]] ή [[ζυμώνω]] από [[πριν]]· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται [[λόγος]], ο [[λόγος]] είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A knead beforehand:—Pass., μᾶζα προφυρηθεῖσα Hp. Vict.2.40; also, to be steeped beforehand, οἴνῳ, ὕδατι, Thphr.Od. 23. II metaph., προπεφύραται λόγος the speech is all ready concocted, Ar.Av.462; ἔστιν κακόν μοι προπεφυραμένον there's a mischief ready brewed for me, Id.Th.75.
German (Pape)
[Seite 798] vorher einrühren; Hippocr. u. Sp.; Ar. Av. 462 übertr., προπεφύραται λόγος, die Rede ist im voraus eingerührt, und Thesm. 75, κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστίν, es ist mir ein Unglück eingerührt, bereitet.
Greek (Liddell-Scott)
προφῡράω: ζυμώνω πρότερον· ὅπως ἐν τῷ παθ., μᾶζα προφυρηθεῖσα Ἱπππ. 355. 26 ΙΙ. μεταφορ., προπεφύραται λόγος, ὁ λόγος ἔχει ἤδη συζυμωθῇ, παρασκευασθῇ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 462· κακόν μοι προπεφυραμένον ἐστί, παρεσκευασμένον, «μαγειρευμένον» δι’ ἐμέ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 75.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pétrir d’avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, φυράω.
Greek Monotonic
προφῡράω: μέλ. -ήσω, ανακατεύω ή ζυμώνω από πριν· μεταφ. στην Παθ., προπεφύραται λόγος, ο λόγος είναι παρασκευασμένος, σε Αριστοφ.