περικεφάλαιος: Difference between revisions
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui entoure la tête :<br /><b>I.</b> ἡ περικεφαλαία :<br /><b>1</b> casque;<br /><b>2</b> partie de la quille d’un navire (<i>cf.</i> [[παρεμβολίς]]);<br /><b>II.</b> τὸ περικεφάλαιον casque.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κεφαλή]]. | |btext=α, ον :<br />qui entoure la tête :<br /><b>I.</b> ἡ περικεφαλαία :<br /><b>1</b> casque;<br /><b>2</b> partie de la quille d’un navire (<i>cf.</i> [[παρεμβολίς]]);<br /><b>II.</b> τὸ περικεφάλαιον casque.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κεφαλή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αία, -ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται [[γύρω]] από το [[κεφάλι]], που περιβάλλει την [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[περικεφαλαία]]<br /><b>βλ.</b> [[περικεφαλαία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[περικεφάλαιον]]<br />η [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κεφάλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A round the head : hence, II Subst. περικεφαλαία, ἡ, covering for the head, helmet, cap, Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.; π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη IG 11(2).161 B77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 (Ceos), Plb.3.71.4, J.AJ6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3. b wig, Hsch. 2 disorder of the oak, Thphr.HP3.8.7. 3 in a ship, = ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν, Poll.1.86, cf. Thphr.HP3.13.4. 4 name of a bandage, Sor.Fasc.24.
German (Pape)
[Seite 579] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Theil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine.
Greek (Liddell-Scott)
περικεφάλαιος: -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· ὅθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κράνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· ὡσαύτως περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) νόσος τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) μέρος τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui entoure la tête :
I. ἡ περικεφαλαία :
1 casque;
2 partie de la quille d’un navire (cf. παρεμβολίς);
II. τὸ περικεφάλαιον casque.
Étymologie: περί, κεφαλή.
Greek Monolingual
-αία, -ον, ΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται γύρω από το κεφάλι, που περιβάλλει την κεφαλή
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περικεφαλαία
βλ. περικεφαλαία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περικεφάλαιον
η περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κεφάλαιος (< κεφαλή)].