πολύστιχος: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rangé sur plusieurs lignes, formé d’un grand nombre de lignes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[στίχος]].
|btext=ος, ον :<br />rangé sur plusieurs lignes, formé d’un grand nombre de lignes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[στίχος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστιχος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «[[πολύστιχο]] [[ποίημα]]» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[διεξοδικός]], [[σχοινοτενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πολύστιχο]]<br /><b>βοτ.</b> κοσμοπολίτικο [[γένος]] πτεριδοφύτων που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[πολυποδιίδες]] και περιλαμβάνει 120 [[περίπου]] είδη τα οποία απαντούν σε δασώδεις περιοχές και αναπτύσσονται στο [[έδαφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει πολλές σειρές, ο [[πολύστοιχος]] («μεγάλων [[εἶναι]] καὶ πολλῶν καὶ πολυστίχων τῶν στύλων», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>στιχος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστῐχος Medium diacritics: πολύστιχος Low diacritics: πολύστιχος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΙΧΟΣ
Transliteration A: polýstichos Transliteration B: polystichos Transliteration C: polystichos Beta Code: polu/stixos

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A στῦλοι Str.17.1.28.    II of many lines or verses, Ammon. in Int.134.22, Paul.Aeg.Praef.    III prolix, Ammon. in Porph.38.18.

German (Pape)

[Seite 673] von od. in vielen Reihen, Versen; Strab. XVII, 806 u. a. Sp. – Ἡ Πολύστιχος heißt eine antike Ausgabe der Ilias, s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 203.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστῐχος: -ον, = πολύστοιχος, στῦλοι Στράβ. 806· ὁ ἐκ πολλῶν στίχων συγκείμενος, Παῦλ. Αἰγ. ἐν τῷ προοιμίῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rangé sur plusieurs lignes, formé d’un grand nombre de lignes.
Étymologie: πολύς, στίχος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστιχος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «πολύστιχο ποίημα» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.)
2. (κατ' επέκτ.) διεξοδικός, σχοινοτενής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύστιχο
βοτ. κοσμοπολίτικο γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες και περιλαμβάνει 120 περίπου είδη τα οποία απαντούν σε δασώδεις περιοχές και αναπτύσσονται στο έδαφος
αρχ.
αυτός που έχει πολλές σειρές, ο πολύστοιχος («μεγάλων εἶναι καὶ πολλῶν καὶ πολυστίχων τῶν στύλων», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στιχος (< στίχος < στείχω), πρβλ. ολιγό-στιχος].