ἀλλοτριοπραγία: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(Bailly1_1) |
(big3_3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />ingérence dans les affaires d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλλότριος]], [[πράσσω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />ingérence dans les affaires d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλλότριος]], [[πράσσω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[entrometimiento]], [[intervención en cosas ajenas]] πολιτείαν μὲν ἀλλοτριοπραγίαν ἐπίπονον ... ὀνομάζοντες Plu.2.57d.<br /><b class="num">2</b> [[actuación política desacertada]] μὴ δι' ἀλλοτριοπραγίαν ὑφαρπάζειν τὰ τῶν ἄλλων ἐξαίρετα, ζῆν δὲ ἕκαστον ἐφ' ᾧ τέτακται παρὰ τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης Procl.<i>in R</i>.1.216.25. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A meddling with other folk's business, Plu.2.57d, Procl. in R.1.216K.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, unberufene Geschäftigkeit, Vorwitz, Plut. ad. et am. discr. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτριοπραγία: ἡ, οὐσ. τοῦ ἀλλοτριοπραγεῖν, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, Πλουτ. πῶς δεῖ διακριν. τὸν Κόλακ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ingérence dans les affaires d’autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πράσσω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 entrometimiento, intervención en cosas ajenas πολιτείαν μὲν ἀλλοτριοπραγίαν ἐπίπονον ... ὀνομάζοντες Plu.2.57d.
2 actuación política desacertada μὴ δι' ἀλλοτριοπραγίαν ὑφαρπάζειν τὰ τῶν ἄλλων ἐξαίρετα, ζῆν δὲ ἕκαστον ἐφ' ᾧ τέτακται παρὰ τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης Procl.in R.1.216.25.