ἄνεῳ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἄνεως]].
|btext=v. [[ἄνεως]].
}}
{{Autenrieth
|auten=nom. pl.: [[speechless]], [[silent]], ἐγένοντο, [[ἦσαν]], etc.; adv., [[ἄνεω]], ἣ δ' [[ἄνεω]] δὴν ἧστο, Od. 23.93.
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἄνεῳ: ἢ ἄνεω, Ἐπίρρ. (α στερητ., αύω, κραυγάζω), ἄνευ κραυγῆς, ἄνεῳ ἤχου τινός, ἐν σιωπῇ· δὴν δ’ ἄνεῳ ἦσαν Ἰλ. Ι. 30, 695· τίπτ’ ἄνεῳ ἐγένεσθε Β. 323· οἱ δ’ ... ἄνεῴ τε γένοντο Γ. 84, Ὀδ. Η. 144. Κ. 71· ἅπαντες ἦσθ’ ἄνεῳ Β. 240. - Ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις συντάσσεται μὲ πληθ. ῥῆμα καὶ συνήθως γράφεται ἄνεῳ (ὡς εἰ ἦτο ὀνομαστ. πληθ. τοῦ ἄνεως = ἀναυος). Ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ψ. 93 (ἡ δ’ ἄνεω δὴν ἧστο) εἶναι ἑνικὸν καὶ δὲν δύναται νὰ ὑποτεθῇ ὡς κείμενον ἀντὶ τοῦ ἄναυος. Διὰ ταῦτα ἴσως εἶναι ὀρθότερον ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχῳ νὰ γράφωμεν ἀπανταχοῦ ἄνεω, ὡς ἐπίρρ. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ., Spitzn. Ἰλ. Β. 323.

French (Bailly abrégé)

v. ἄνεως.

English (Autenrieth)

nom. pl.: speechless, silent, ἐγένοντο, ἦσαν, etc.; adv., ἄνεω, ἣ δ' ἄνεω δὴν ἧστο, Od. 23.93.